Ο ψάρακας, που πάει από καλλιόπη σε χόκεϊ επί λίπους κι από χόκεϊ επί λίπους σε γόπινγκ.

- Απολελέ και τρελελέ σειρά. Γυρίζω στα καβλοπίπινα που με περιμένουν. Εσύ;
- Εγώ πάλι αγγαρειομάχος. Αφού δε με χωνεύει ο διοίκας, πρέπει να το πάρω χαμπάρι. Εγώ έχω παλιώσει τόσο εδώ μέσα, που κοντεύω να γίνω νέος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντάρος (συνήθως νέος) που τον χώνουν διαρκώς για αγγαρείες.

- Έχω καταντήσει αγγαρειομάχος στη μονάδα. Τη μια μαγειρεία, την άλλη τουαλέτες, δεν αντέχω άλλο!

(από Cunning Linguist, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified