Ο χρεοκοπημένος, μπατίρης. Ο ανάξιος στα χρέη του.
Από το αραβικό ''μουφλούζ''.

- Καλά ρε, αυτός δεν ήτανε ζαμπλουτισμένος;
- Εμ' τι τα 'θελε τα μεγαλεία και σκορπούσε τα χρήματα χωρίς καμιά αιδώ, τώρα έγινε μουφλούζης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Μουφλουζ-έλης, ο Μυτιληνιός μουφλούζης.