Ο νυσταγμένος. Μεταφορικά, ο βλάκας.

Ξενύχτησε εχτές γι' αυτό είναι ούργιος.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Hank

Στην χιώτικη διάλεκτο, έτσι; Βλ. Ουργία