Ο νυσταγμένος. Μεταφορικά, ο βλάκας.
Ξενύχτησε εχτές γι' αυτό είναι ούργιος.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-01-24 10:22:16+00:00
Hank
2009-02-03 14:44:39+00:00
Στην χιώτικη διάλεκτο, έτσι; Βλ. Ουργία
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
1 comment
Hank
Στην χιώτικη διάλεκτο, έτσι; Βλ. Ουργία