Μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με άσπρα ή πράσινα χαρτάκια, εξού και το έντονο άσπρο χρώμα. Προέρχεται από την λέξη γάρο, καμουφλαρισμένη για χρήση μπροστά σε τρίτους.

- Αλάνια, να γυρνάει ο γλάρος...
- Πάει ο γλάρος, πέταξε, τον τζιβάνιασε ο Τάκαρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
AN21

Γλαρόσουπα. Χμμμ...

#2
Vrastaman

O, odd Ono το αναγραμμαντείο σε χαιρετά.

#3
Khan

Τώρα κατανοείται το «μη φάτε αλλού, έχουμε γλάρο»