Μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με άσπρα ή πράσινα χαρτάκια, εξού και το έντονο άσπρο χρώμα. Προέρχεται από την λέξη γάρο, καμουφλαρισμένη για χρήση μπροστά σε τρίτους.
- Αλάνια, να γυρνάει ο γλάρος...
- Πάει ο γλάρος, πέταξε, τον τζιβάνιασε ο Τάκαρος!
3 comments
AN21
Γλαρόσουπα. Χμμμ...
Vrastaman
O, odd Ono το αναγραμμαντείο σε χαιρετά.
Khan
Τώρα κατανοείται το «μη φάτε αλλού, έχουμε γλάρο»