Χωριστρούλα αποκαλούμε διακριτικά το κενό ανάμεσα στα μπροστινά δόντια ή αλλιώς κοπτήρες.
Χωριστρούλα αποκαλούμε διακριτικά το κενό ανάμεσα στα μπροστινά δόντια ή αλλιώς κοπτήρες.
Got a better definition? Add it!
Ο μεγάλος είρωνας και χαβαλετζής. Με τον τίτλο «λόρδος» τονίζεται το ποιοτικό στάτους του χιούμορ του.
- Εσύ ακόμα παίζεις με G.I Joe
- Όπως λέει κι ο Σεφερλής, τι ήταν αυτό, ειρωνία, χλευασμός; Ποιος είσαι, ο Λόρδος Είρων; (από εδώ)
[...] είμαι εκ φύσεως πειραχτήρι! Και είρων. Δηλαδή δεν είμαι είρων. Σιγά μην ήμουν. Είμαι ο Λόρδος Είρων. (από εδώ)
Είμαι γω ο Λόρδος Είρων
απ' το γένος των Σατύρων
όμως αν υπάρχει τζόγος
γίνομαι κι ηθικολόγος
ήτοι είμαι ταυτοχρόνως
Άνθρωπος, Θεός και Όνος
και για δικαιολογία
πλάθω ιδεολογία
άγια καταραμένη
και στα μέτρα μου ραμμένη
τα παράσημα ξηλώνω
και πολιτικώς δηλώνω
δεξιός σοσιαλίζων
και αριστερά ψηφίζων
που αποφασιστικά
χαιρετά φασιστικά.
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Στην Κέρκυρα, κουνούπι ονομάζεται ο ανύπαρκτος, ο τιποτένιος και ανάξιος λόγου.
-Θυμάσαι ωρε μαλάκα τι αλάνια ήμασταν λύκειο, και τώρα σκάει το κάθε κουνούπι και σου το παίζει γαμιάς.
-Καλά, αν συνεχιστεί το καλαμπαλίκι, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι!
Σχετικά: μυγόχεσμα, κνώδαλο, μπαγλαμάς, γιαταμπάζας, μόμολο, νούλα, όσπριο, φρόκαλο, ψοφίμι
Got a better definition? Add it!
Ο όρος αποτελεί ομπρέλα για όλα τα ιπτάμενα έντομα που έχουν βουτήξει στα ποτά όλων μας έστω μία φορά, όσο και να προσπαθήσαμε να το αποτρέψουμε.
-Τι λέει ρε μαλάκα, την πέτσωσες εχτές την σλοβάκα που μου 'λεγες;
-Ου, που να σου λέω. Εκεί που 'χαμε αράξει στην δύση του ηλίου αγκαλίτσα, παραγγέλνω δύο white russian, πίνουμε αρχίζω τα χουφτώματα και ξαφνικά γυρνάει από την ανάποδη και ξερνάει! Τρελαίνομαι εγώ και πριν το καταλάβω έχει πάρει τσάντα, σιγαρέττα και πούλο!
-Τι λες ρε μαν, γιατί έτσι;
-Ε είδα μετά, είχε κάνει ένας μπάμπουρας καμικάζι το σάλτο μορτάλε του στην ποτηριά.
-Χαλάστρα άρρωστο ρεζιλίκι.
Got a better definition? Add it!
Σε παραλιακά γραφικά ταβερνάκια, είναι σύνηθες το πλαστικό τραπέζι όπου μασουλάς να τραμπαλίζεται σαν τον Μελισσανίδη και να σου διακόπτει συνέχεια το κόψιμο της μπριζόλας, το άπλωμα τζατζικιού στο ψωμί και ούτω καθεξής.
Σε πιο ακραίες περιπτώσεις ολόκληρα ποτήρια με μπύρα ή λεμονίτα λόγω ακριβώς αυτής της αστάθειας έχουνε γίνει θρύψαλα. Ως εκ τούτου, το ισιοποτήρι έρχεται να αποκαταστήσει την ισορροπία.
Ισιοποτήρι λοιπόν, ονομάζουμε το πλαστικό άσπρο ποτηράκι που ζουλάμε και στουμπώνουμε κάτω από το ένα πόδι του τραπεζιού.
-Πάω τουαλέτα να την αρμέξω, θέλετε τίποτα από μέσα;
-Ναι ρε μαν, τσίμπα ένα ισιοποτήρι να'ούμε, το τραπέζι θυμίζει μαούνα να 'ούμε.
Βλ. και ισορροπητήρι
Got a better definition? Add it!
Η αρμάδα από στυλούς, μαρκαδοράκια, μηχανικά και συμβατικά μολύβια στοιβαγμένα σε κιτς βαζάκι στην βιβλιοθήκη του σπιτιού, από τα οποία ούτε ένα δεν φτάνει να γράψει μία πρόταση χωρίς να καταλήγεις να χαρακώνεις το χαρτί, ελέω ξεραμένου μελανιού.
Στις κρίσιμες στιγμές που μιλάς στο τηλέφωνο και πρέπει να γράψεις τάχιστα έναν αριθμό, σε προδίδουν όλα τους. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να παραμένουν ως και 10 χρόνια στο βαζάκι χωρίς να τα πετάξει κανείς.
- Ε, μάνα, φέρε έναν στυλό γρήγορα να γράψω μία διεύθυνση!
- Ορίστε παιδί μου!
- Ε, αυτό δεν γράφει μία, φέρε άλλο.
- Αυτό σου κάνει;
- Κανένα τους δεν γράφει γαμώ τους δεγράφυλλους μου. Στείλ' τα στον κάδο τα γαμημένα!
- Ε, όχι, αυτά ήταν τα parker παππού σου του Γιώργου (μπλα μπλα μπλα...)
Got a better definition? Add it!
Ένα ξεχασμένο διαμαντάκι κατευθείαν από τα πιο τρυφερά μας χρόνια. Το αμερικάνικο (ποδοσφαιράκι) είναι μία ακραία μετάλλαξη του γερμανικού, και οι κανόνες είχαν ως εξής:
Δύο αντίπαλοι, ο καθένας με τέρμα το τέλος της ρακέτας ενός γηπεδακίου μπάσκετ, ή ποδοσφαίρου για τους πιο τυχερούς, όπου ο καθένας βαρούσε σουτ από την μισή πλευρά του γηπέδου που του άνηκε, με την γραμμή του τζάμπολ να είναι διαχωριστική, προς το αντίπαλο τέρμα. Ο τερματοφύλακας δεν δικαιούτο να χρησιμοποιήσει χέρια, και τα σουτ γινόνταν εναλλάξ. Νικητής, ο πρώτος που θα έφτανε τα 10 τέρματα.
Το αμερικάνικο ήτανε μαστ για τις βραδινές ώρες του καλοκαιριού, όπου οι υπόλοιποι πιτσιρικάδες κουρασμένοι από το μονάκι, το γερμανικό και το διπλό, πήγαιναν σπίτι για μάσα ή ύπνο, και μόνο οι πιο hardcore παρέμεναν, συρρικνωμένοι σε αριθμό.
-Έ καμιά μπαλίτσα θα παίξουμε ρε μαλάκες, κουραστήκατε;
-Άσε ρε νικόλα, δεν βλέπεις, όλοι την κάνουνε οι δυό μας θα παίζουμε βραδιάτικα;
-Ε ψήσου τότε για κανά αμερικάνικο στα 10, οι δυό μας, σε πάει ή κοκοκό;
Τα αγόρια παίζουν μπάλα: αγγελάκια, αερόμπαλα, αμερικάνικο, ατομιστία, γερμανικό, επαναλαβή, καντήλι, καραβολίδα, ματσόλα, μπακό, μύτικο, μύτος, περίπτερο, σημαδούρα, στα τρία κόρνερ πέναλτι, τσαρούχι, τσιλικάκια, τσόλα, ψαλιδάκι.
Και μπάσκετ: άγγιχτο, αεράτο, πρωταθληματάκια, ρολόι, χλατσώνω
Got a better definition? Add it!
Μποντιμπιλντεράδικο ιδίωμα, αναφέρεται σε γυμνασμένη τούμπανη γάμπα, η οποία λόγω μεγέθους, στιβαρότητας και σφαιρικότητας ομοιάζει με πλανητικό σώμα.
Καλά τον είδες το Χρήστο; Γύρισε από tour de france μόλις, με μία γάμπα πλανήτη.
Got a better definition? Add it!
Τα Χριστούγεννα, λόγω γιορτινής ατμόσφαιρας και υψηλών εισφορών, είτε από το δώρο των Χριστουγέννων για τους εργαζόμενους, είτε από παχυλά χαρτζιλίκια για τους νεαρότερους, η αγορά και η χρήση κοκαΐνης / κοκοριού / κοκό είναι συχνό φαινόμενο και λόγω του γαλακτώδους χρώματός της και της εκτεταμένης χρήσης, γίνεται ο συνειρμός με το χριστουγεννιάτικο χιονισμένο τοπίο.
- Λοιπόν ανιψιέ μου, πάρε δω κανά ψιλό να 'χεις τώρα για τις γιορτές.
- (χαμόγελο της Crest) Ευχαριστώ μπάρμπα!
- Καλά Χριστούγεννα να 'χεις λοιπόν, και... ας μην είναι άσπρα ελπίζω!
- (Αθώο βλέμμα) Τι εννοείς;
Got a better definition? Add it!
Ειρωνικός χαρακτηρισμός προς άτομα συνήθως εφηβικής ηλικίας που δείχνουν απαράμιλλη αφοσίωση σε συγκεκριμένο συνολάκι ρούχων, τουτέστιν δεν το βγάζουνε ποτέ από πάνω τους και δεν συνδυάζουν ποτέ με άλλα ρούχα. Ως εκ τούτου, δημιουργείται η λαθεμένη εντύπωση ότι απ' τα βαφτίσια και μετά δεν το έχουν αποχωριστεί και ούτε πρόκειται.
βλ. και στολή
Got a better definition? Add it!