Συνώνυμο του χόρτου.
- Πάλι με τον Μήτσο, αράζω καναπέτο, στρίβει καρτερικά άλλο ένα κανναβέττο.
Got a better definition? Add it!
Published 2011-04-14 03:02:47+00:00 Last modified 2011-04-14 06:21:34+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments