Προέρχεται από την λέξη «κολατσ(ι)ό» και στην αργκό των skateάδων δηλώνει φούντα, μαύρο, χορτί, βρομά, γλάρο, ρο, τσιγαρλίκι.

Καλά μάγκες, χθες ρούφηξα ένα τσιό με τον Κυριάκο, πάω να κάνω ένα 360 και έφαγα τα μούτρα μου. Πιάνο η οδοντοστοιχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

Συσσλανγκαίοι, δηλώνω ευδαίμων με τον αέρα που μυρίζει τώρα τελευταία στο σάη μας.

(disclaimer: ο έχων τη μύγα κλπ)