μπριτζολίλα redirects to μπριζολίλα (for which one more definition been submitted).

Η μυρωδιά που αναδίδει ένας γλάρος σε περίπτωση που υπάρχουν μέσα του σπόροι χασισόδεντρου (π.χ. μπαμπάνα).

Συνοδεύεται από ένα ελαφρύ παφ-παφ (βλέπε «μου την σπάει που τα σποράκια κάνουν παφ-παφ») και έντονη μυρωδιά μπριζόλας, ήτοι μπριτζολίλα!

Έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην αντρική γονιμότητα και προκαλούν πονοκέφαλο.

Ρε μαλάκα Μήτσο, σίγουρα ξεσπόριασες; Barbecue το κάναμε πάλι! Κάθε τζούρα και μπριτζολίλα! (Από εδώ)

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Στος! Πρβλ. και μπριζολάτη.