Προέλευση: φάση > φασέος.

Αυτός που είναι ''της φάσης'', αυτός που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο κίνημα (π.χ. ενδυματολογικό, μουσικό) και φροντίζει ώστε η εμφάνιση και η συμπεριφορά του να συσχετίζονται με αυτό σε βαθμό προκλητικό και γελοίο.

(*Η λέξη προφανώς είναι αρνητικά φορτισμένη)

- Κοίτα τον Γιαννάκη! Έκοψε το χαϊμαλί και τη μέταλ και τώρα όλο σακάκια και μπούζούκια είναι.
- Γάμησε τα. Φασέος σκυλάς έγινε έτσι ξαφνικά.

πότε φασέος, πότε Βαζαίος (από Jonas, 02/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified