Οι κοπέλες που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον των ιερωμένων που έχουν συγκεκριμένη έδρα (π.χ. Μητροπολιτικό Μέγαρο) και συγκατοικούν μαζί τους, είναι δε κατά συνεκδοχή ή καθ' υπόθεση ερωμένες τους (κατά την κοινή συνείδηση τουλάχιστο).
Την είχε δέκα χρόνια συνείσακτη και την έβαλε επιμελήτρια του Φιλοπτώχου (Ταμείου) ή την πάντρεψε με τον παπα-.......
14 comments
allivegp
Συχνά μπαινοβγαίνουν στο Μέγαρο και ως «ανιψιές».
johnblack
πώς γίνεται να είσαι ερωμένη «κατά συνεκδοχή»;;;
καλό πάντως, θα το καθιερώσω, π.χ. - έλα ρε φίλε τι έγινε,είδες την καινούρια συνεκδοχική μου γκόμενα;
jesus
κ αμα σ' την πηδήξει κανένας θα λένε «την πήδηξε χωρίς τον συνεκδόχο».
μπρρρρρ
johnblack
κατά μια εκδοχή
PUNKELISD
Ή όπως λέει το τραγούδι «όλη μου η ζωή συνεκδοχή και πώς γουστάρω»
Khan
Το φαινόμενο έχει σλανγκικό ενδιαφέρον, αλλά ο όρος είναι κάργα επίσημος, υπάρχει και στους βυζαντινούς κανόνες.
Khan
Παρεμπιπτόντως, το συνεισάγω δεν έχει σχέση με το συνεκδέχομαι.
Τα συνείσακτος και ἐπείσακτος είναι αγαπημένοι φιλοσοφικοί όροι των νεοπλατωνικών και όσων τους μιμήθηκαν στον Μεσαίωνα, και δηλώνουν κάτι που δεν ανήκει σε ένα ον, λ.χ. τον άνθρωπο, αλλά του έρχεται απ' έξω και ωσεκτουτού έχει αδύναμο και εκκρεμές οντολογικό έρεισμα, δηλ. κάτι που μπορεί να είναι από τυχαίο μέχρι αλλοτριωτικό για τον άνθρωπο ή για το ον γενικά.
Khan
ΥΓ. Το λατινικό όνομα είναι ακόμη καλύτερο: subintroducta.
Galadriel
Δεν κατάλαβα τίποτα.
Vrastaman
Ούτε κατά συνεκδοχή;
:Ρ
Μιτζνούρ
Πού προλάβατε, ρε όλοι, πρωί πρωί; Μπράβο σας!
Κατά συνεκδοχή σημαίνει 'δεν το διατυμπανίζουμε αλλά οι άλλοι το καταλαβαίνουν'
Μιτζνούρ
Βαφτισιμιές και ανιψιές τις λέμε εμείς απ' έξω. Οι συνείσακτες ήταν σχεδόν επίσημος θεσμός αλλά η λέξη ακουγόταν σιγά και μ' ελαφρά ερυθρότητα κατανόησης. Θα σας συνοδεύσει η συνείσακτος. Δεν το κράζανε
Μιτζνούρ
subintroductae και agapetae (αγαπηταί). Βρε, Khan, μ' έκανες και το έψαξα. Στην αρχή νόμιζα πως είναι ευφυολόγημα δικό σου. Υπάρχει πολλή φιλολογία πίσω από τη λέξη, απόκρυφα κείμενα κ.ο.κ.
Και δεν περίμενα από ένα μογγόλο τόση ευστροφία!
patsis