Ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι.

Σε εκφράσεις όπως: τρέχω και καμώνομαι, παλεύω και καμώνομαι, Τί να κάνω; Καμώνομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Και στην στιχομυθία:

- Τι κάνεις;
- Τι να κάνω... Καμώνομαι και σκάνω...

#2
vikar

Να πώ την αμαρτία μου, ποτέ δεν εξέλαβα τη σημασία του ορισμού, και με την αφορμή αυτή έριξα μιά μικρή ανατρεχάλα στα λεξικά.

Καταρχήν, Τριαντάφυλλος και Μπάμπης (και ΕΓΩ βεβαίως-βεβαίως :-Ρ) συμφωνούν οτι το καμώνομαι σημαίνει «προσποιούμαι», «υποκρίνομαι» --λιγότερο τυπικά θα λέγαμε και «το παίζω» (το λέμε καμιά φορά και για μικρά παιδιά οταν μεγαλίζουν). Συμφωνούν επίσης οτι προέρχεται απο το μεσαιωνικό τύπο καμώνω/καμώνομαι, το οποίο, λέει ο Κριαράς, ήδη σήμαινε «προσποιούμαι, υποκρίνομαι». Αλλα σήμαινε λέει επίσης και «οργώνω», που θα μπορούσε όντως να μας πάει σήμερα στη σημασία «βασανίζομαι», παρά την πρώτη σημασία...

Και τέλος, το καμώνω (και τα σημερινά κάνω/κάμω), με τη σειρά του, βγαίνει απ' το αρχαίο κάμνω, το οποίο είναι, μας λέει ο Μπάμπης, ομόρριζο με το κάματος.

Εκφράσεις όπως αυτές που αναφέρουν ο Μιτζνούρ και το πονηρό πάντα τις ερμήνευα «ταλαιπωρούμαι μέν, αλλα προσποιούμαι οτι δέν είναι τόσο χάλια τα πράματα (κι' ελπίζω σε καλύτερες μέρες)», κάπως έτσι. Οπωσδήποτε, η σημασία του ορισμού κολλάει περισσότερο, ακόμη κι' αν δέ στηρίζεται επαρκώς απο τα λεξικά.

Χμ...

#3
vikar

Υπόψιν επίσης οτι η μεσαιωνική σημασία «οργώνω» αντιστοιχούσε αποκλειστικά στην ενεργητική φωνή καμώνω, και όχι στο καμώνομαι.

#4
MXΣ

«τι καμώματα είναι τούτα; Άλλα λόγια λέτε τώρα βρε παιδιά»

#5
vikar

Σωστά, το καμώνομαι, περισσότερο χάρη στα παράγωγά του καμώματα, σημαίνει και «κάνω κουλές κινήσεις» (το κουλός μας λείπει μ' αυτήν τη σημασία!), ή και «κάνω νάζια».

#6
Μιτζνούρ

Τα 'καμώματα' σχετίζονται με το καμώνομαι = προσποιούμαι. Αλλά το καμώνομαι = προσποιούμαι δεν είναι tellement slangue. Περί αυτού βλ. γκιάζω