Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.

(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).

- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι;
- Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Τömbeki στα Τούρκικα είναι ο καπνός που μπαίνει στο ναργιλέ. Και, ως γνωστόν, οι σοβαροί καπνίζουν ναργιλέ χωρίς να μιλάνε.

#2
Nomiki

Είναι επίσης γνωστό εύοσμο Περσικό φυτό!

#3
krepsinis

Και ο ψιλοκομμένος καπνός είναι και πιο εύγευστος, ως γνωστόν.

#4
sterhmenos

μια χαρα...και με τα σχολια των απο πανω ολοκληρωθηκε

#5
Ο ΑΛΛΟΣ

Νομίζω ότι η έκφραση προέρχεται από το ρεμπέτικο τραγούδι που λέει:
[I]Όταν καπνίζει ο λουλάς
εσύ δεν πρέπει να μιλάς. Κοίταξε, τριγύρω οι μάγκες
κάνουν όλοι τουμπεκί[/I].
Όπου (κατά την προσωπική μου ερμηνεία) ο ποιητής εννοεί κυριολεκτικά «κοίταξε, όλοι καπνίζουν το τουμπεκί τους» αλλά παρερμηνεύτηκε ως αργκοτική έκφραση που δήθεν σήμαινε «κοίταξε, κανείς δε μιλά» και τελικά οδήγησε όντως στο να γεννηθεί τέτοια έκφραση.

#6
Ο ΑΛΛΟΣ

Επίσης: «τουμπεκί και μην ανθί» = σιγά, μη μας πάρουνε χαμπάρι (ανθίζομαι = αντιλαμβάνομαι. Το και εδώ όχι συμπλεκτικό αλλά τελικό).

#7
Επισκέπτης

Έχω την αίσθηση ότι στην πράξη το χρησιμοποιούσαν συνεκδοχικά για να αναφερθούν στο όλο περιεχόμενο του αργιλέ (βλ. π.χ. το «Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα»: Τουμπεκί απ’ την Περσία/πίνει ο μάγκας με ησυχία), αλλά κυριολεκτικά το τουμπεκί πρέπει να ήταν ο απλός καπνός που έβαζαν στον αργιλέ μαζί με το χασίσι (βλ. το «Πέντε μάγκες στον Περαία»: Δεν κατάλαβαν μαστούρα, ήταν σκέτο τουμπεκι»).

#8
Vrastaman

Για δειτε κι αυτό!

#9
john386

δείτε και εδώ

#10
Ο ΑΛΛΟΣ

Διαφωτιστικές οι ειδήσεις από το λινκ του ΓιάννηΤΠΣτ΄.

@Επισκέπτη: Καλωσήρθατε, πάρτε ένα φοντανάκι! Ως προς το θέμα τώρα, το τραγούδι λέει: «Μας φέρνει μαύρο από την Πόλη / και μαστούρια είμαστ' όλοι, / τουμπεκί απ' την Περσία / πίνει ο μάγκας με ησυχία». Άρα, διαχωρίζει το χασίσι από τον καπνό.

#11
Επισκέπτης

Το Τουμπεκί (τουρκ. tömbeki < ιταλ. tabacco) είναι ποικιλία καπνού που χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά για τον αργιλέ. Το τουμπεκί έκοβε ο παρασκευαστής του, ο «ταμπής», σε πολύ μικρά κομμάτια. Ο βαθμός στον οποίο το «ψιλοέκοβε» φανέρωνε την τέχνη του, έτσι ώστε όσο πιο ψιλοκομμένο ήταν το τουμπεκί τόσο καλύτερη θεωρούνταν η ποιότητά του.

Για να κόψει κάποιος το τουμπεκί ώστε να είναι καλύτερης ποιότητας, έπρεπε να το κόψει σε πάρα πολύ μικρά κομμάτια (σχεδόν κόκκους). Το γεγονός αυτό απαιτούσε να είναι στραμμένη μόνο εκεί η προσοχή του, οπότε λέγοντας σε κάποιον να κάνει τουμπεκί ψιλοκομμένο εννοούμε να κάνει όπως αυτός που ψιλοκόβει το τουμπεκί, δηλαδή απόλυτη ησυχία.

#12
jesus

μήπως, λέω μήπως, ήρθε η ώρα να γραφτείς κ συ στο σάιτ, σότο;;;

#13
Orion

Δεν είναι τουρκικής προέλευσης, αλλά μάλλον αραβοπερσικής και πιθανότατα από παραλλαγή της λέξης «ταμπάκο».
Στη Livepedia έχει πλήρες ιστορικό του τουμπεκιού στην Ελλάδα, από όπου παραθέτω ένα κομμάτι:

[I]Η πρώτη εισαγωγή σπόρου έγινε στην Ελλάδα από το Τριανταφυλλίδειο Γεωργικό Σχολείο Αθηνών (ιδρυθέν το 1888), όπου τους είχε δωρίσει ο κτηματίας Π. Σκουζές, μέλος της εφορευτικής επιτροπής του σχολείου. Το τότε τμήμα γεωργίας του Υπ. Εσωτερικών συγκέντρωσε πληροφορίες για την καλλιέργεια και παρασκευή του από την Περσία μέσω του Ελληνικού Προξενείου της Σμύρνης. Οι πληροφορίες αυτές δημοσιεύτηκαν από το Υπουργείο το 1889 και από τις νομαρχίες διανεμήθηκε μεγάλη ποσότητα σπόρου προερχόμενη από το Τριανταφυλλίδειο ΓΣΑ. Σπόρους έφερε επίσης από την Περσία στην περιοχή Ναυπλίας ένας κρητικός αγρότης ονόματι Νιώτης. Έκτοτε άρχισε η καλλιέργεια αυτού του καπνού σ' αυτή την περιοχή όπως και σε περιοχές του Δήμου Αβίας της επαρχίας Οιτύλου. Το 1892 αναφέρεται ότι το συνολικά παραγόμενο προϊόν ήταν 30.000 οκάδες και επωλείτο προς 6 δρχ την οκά (1 οκά = 1.282 γραμμάρια). Ποσότητες εξήγοντο στην τότε οθωμανική αυτοκρατορία η οποία πριν την καθιέρωση του κρατικού μονοπωλείου καπνού (το 1873) κατανάλωνε 4.000.000 οκάδες ετησίως. Η παραγωγή ανά στρέμμα ήταν 80-100 οκάδες και έδινε στον παραγωγό εισόδημα υπερδιπλάσιο από αυτό των καλύτερων αμπελώνων. Για τον λόγο αυτό οι παραγωγοί κρατούσαν για τον εαυτό τους τον σπόρο και έτσι το Υπ. Εσωτερικών αναγκαζόταν να παραγγέλει σπόρους μέσω των Ελλήνων προξένων της Κων/πολης, της Σμύρνης και της Αλεξάνδρειας.

Στατιστικά στοιχεία του 1929 δείχνουν ότι η μεγαλύτερα παραγωγή τουμπεκίου γινόταν κυρίως σε χωριά της επαρχίας Ναυπλίου (Ασίνη, Χαϊδάρι, Τολό, Σπαϊτζίκο)[/I]

#14
kounelos66

Στα αγγλικά: Tubekeison please.

#15
Γιατρε μου...

Επισης στο <<θεε μου μεγαλοδυναμε>> λεει .... ριξε λιγακι τουμπεκι στο ναργιλε μου απανω... μαλλον με την εννοια του ψιλοκομμενου η του χορτου . Παντως δε κολλαει να σημαινει απλα τον καπνο του ναργιλε στο συγκεκριμενο.

#16
aelios

Τουμπεκί» λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί ».Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα.. Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το « ψιλοκομμένο» τουμπεκί, ήταν η τέχνη του«ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.

#17
Μιτζνούρ

Άλλο ο καπνός και άλλο η ετυμολογία του.
Ο καπνός είναι εισαγωγής από την Αμερική (αφού ανεκαλύφθη) μαζί με την πατάτα, την τομάτα, το καουτσούκ, τη σίφυλη και τους Bush πατέρα και γιο.
Η λέξη طبق tabbaq είναι αραβική και σημαίνει δρόγη / βοτάνι δλδ φυτό φαρμακευτικό και είναι γνωστή από τον 9ο αι. δλδ πριν ανακαλυφθεί η Αμερική. Εντούτοις υπάρχει και η μαρτυρία ότι έτσι περίπου έλεγαν και οι ιθαγενείς Arawak ή Maipure ένα είδος πίπας για κάπνισμα, ενώ τον καπνό τον έλεγαν cohiba.

#18
spapakons

Βασικά οι τεκετζίδες που ετοίμαζαν τους ναργιλέδες έπιαναν την πάρλα και αργούσαν. Οι πελάτες τους φώναζαν «τουμπεκί» ή «κάνε τουμπεκί» για να τους θυμίσουν ότι περιμένουν τον ναργιλέ. Έτσι επικράτησε να σημαίνει «κόψε την πάρλα» ή «μόκο», «σκάσε και μη μιλάς».

#19
vikar

Άκουσα οτι στας γαλλίας λένε camembert για «τουμπεκί», οι γαλλομαθημένοι τί λένε;