Κάποιος με τον οποίο υπάρχει κόρτε/φλερτ (συνήθως άντρας).
Άσε, γνώρισα χτες έναν στο λεωφωρείο, τρελό πιπέρι!
Καλά χτες μιλούσα 3 ώρες με το πιπέρι μου!!!
Κάποιος με τον οποίο υπάρχει κόρτε/φλερτ (συνήθως άντρας).
Άσε, γνώρισα χτες έναν στο λεωφωρείο, τρελό πιπέρι!
Καλά χτες μιλούσα 3 ώρες με το πιπέρι μου!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
3 comments
iron
έτσι καλωσορίζουμε τους νέους; με μηδενικά; πολύ ωραία.
PUNKELISD
Επίσης:
- Ρε γαμημένο μουνόπανο, τι σφύρας εκεί ρε παλιόπουστα κοράκι, γαμώ τον πάτο σου αρχιδομούνι! Άντε και γαμήσου!
- Εε! τι λόγια είναι αυτά Γιωργάκη; πιπέεερι!
- Καλά μαμά, συγγνώμη.
GATZMAN
Πίπες «Ο Πέρι», με σήμα το πιπέρι