Κάποιος με τον οποίο υπάρχει κόρτε/φλερτ (συνήθως άντρας).

  1. Άσε, γνώρισα χτες έναν στο λεωφωρείο, τρελό πιπέρι!

  2. Καλά χτες μιλούσα 3 ώρες με το πιπέρι μου!!!

(από Marja Kapsimo, 03/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

έτσι καλωσορίζουμε τους νέους; με μηδενικά; πολύ ωραία.

#2
PUNKELISD

Επίσης:
- Ρε γαμημένο μουνόπανο, τι σφύρας εκεί ρε παλιόπουστα κοράκι, γαμώ τον πάτο σου αρχιδομούνι! Άντε και γαμήσου!
- Εε! τι λόγια είναι αυτά Γιωργάκη; πιπέεερι!
- Καλά μαμά, συγγνώμη.

#3
GATZMAN

Πίπες «Ο Πέρι», με σήμα το πιπέρι