Είναι μια πολύ ωραία γκόμενα που όταν πας να της την πέσεις πάει να σε κάνει μανούρα, λες και πήγες να τη βρίσεις. Συνήθως κοιτάζει και γύρω της με ύφος μανουριάρικο γιατί τη ξύνει το κωλί για καυγάδες!
Είναι μια πολύ ωραία γκόμενα που όταν πας να της την πέσεις πάει να σε κάνει μανούρα, λες και πήγες να τη βρίσεις. Συνήθως κοιτάζει και γύρω της με ύφος μανουριάρικο γιατί τη ξύνει το κωλί για καυγάδες!
βλ. μανούλι, μανάρι, μανουρομάναρο, μαναρομάναρο, μανουλομάνουλο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ένας πολυ τριχωτός κώλος. Συνήθως οι τρίχες πάνω από το κώλο.
Όλοι μας έχουμε δει κυρίως από μάστορες, υδραλικούς κτλ οι οποίοι σκύβουν ανέμελα και φαίνονται τα κωλιά τους.
Ήρθε ο Μπάμπης ο μάστορας και έτσι όπως έσκυψε να δει τη βλάβη βγήκε όλος ο κώλος του έξω, καλά, τέτοιον κώλο με μουστάκι δεν έχω ξαναδεί!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα Μαλτσέχ είναι σκυλόμορφα είδη Νεφελίμ, σύμφωνα με τις Θεωρίες του μέγιστου Δημοσθένη Λιακόπουλου. Λόγω όμως της σκυλόμορφης όψης τους ως Μαλτσέχ χαρακτηρίζουμε και τις σκυλομούρες γκόμενες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σκυλομέταλ ορίζεται μια γκόμενα που και καλά ακούει μέταλ και το ντύσιμό της παραπέμπει σε σκυλού, συνήθως συνοδεύεται και από σκυλόφατσα!
Πωπω Τι φόρεσε πάλι η Πουλχερία, την Άρτα με τα Γιάννενα, όλο παγιέτες και χτυπιέται και σαν να κάνει στριπτίζ, τελείως σιχαμερή σκυλομέταλ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κόψιμο, διάρροια, που σε κάνει να μη κρατιέσαι και να τρέχεις με τη ταχύτητα του φωτός στο χαλέ.
(επίσης το ανέφεραν και οι ΑΜΑΝ στο βιντεάκι με τους γέρους)
Πω χτες με αυτό το γύρο που τσαλακώσαμε με πήγε τσαπαρτάπαρ!!! Πολύ μάπα σε λέω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αρχικά η λέξη προήλθε από την επιθεώρηση του Σεφερλή «Ο Μπαχαλόγατος» (απέναντι από το πατσατζίδικο του Τζιτζιφιόγκουρα), αλλά στην πορεία απέκτησε την έννοια του Τζιτζιφιόγκου, του Φλώρου.
- Πωπω τον Βρασίδα δεν τον πάω μια!
- Ούτε εγώ, α ρε τον Τζιτζιφιόγκουρα, να ούμε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι κάποιος Γιάννης, ο οποίος είναι λέτσος και απεριποίητος και παραπέμπει σε λατζιέρη.
- Πωωω, δες τον Γιάννη πως εμφανίστηκε σημέρα!!!
- Λα-Τζονι!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν κάποιος κλάνει βροντερά.
Μην κάθεσαι παιδί μου στα πλακάκια, θα μιλάει ο κώλος σου βουλγάρικα!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πωπω ο Θεμιστοκλής πολύ πιπεριάρης και δεν του φαίνεται, δέκα δέκα τις έχει τις γκόμενες!
Καλά, ο Πίπης είναι τόσο πιπεριάρης που ξέρει τα πάντα πριν γίνουν!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν κάποιος πίνει τη μπύρα του από το μπουκάλι και αυτό παραπέμπει στο παίξιμο του κλαρίνου.
Σερβιτόρα: Να σε φέρω ποτήρι;;
Πελάτης: Όχι, θα τη πιω κλαρίνο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified