Λέξη συγγενής με τα φτιαχτικά, σημαίνουσα τα λεφτά που παίρνει ο ψήστης σε μια ταβέρνα για να ψήσει το κρέας ή τα ψάρια. Για ευνόητους λόγους χρησιμοποιείται όταν κάποιος πηγαίνει το κρέας ή τα ψάρια στον ψήστη, οπότε δεν χρεώνεται το κόστος τους.

- Λοιπόν παιδιά, είναι τριάντα γιούρια τα ψηστικά-σαλάτες-πατάτες και τα ρέστα, και οι μπύρες από μένα.
- Νά 'σαι καλά μάστορα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Μιτζνούρ

Τα ψηστικά είναι το αντίτιμο (ποσὀ) που παίρνει ο φούρνος για να σου ψήσει κάτι. Δεν άκουσα ποτέ να χρεώνουν ψηστικά σε ταβέρνες. Πρέπει να είναι ενσωματωμένα στην τιμή. Όσο για το παράδειγμα, αν είναι γνήσιο, έχει κατανοηθεί εντελώς off. Τα ψηστικά εδώ πρέπει να είναι τα κρεατικά, τα της ώρας.

#2
jesus

σε διαβεβαιώ ότι παίζει (καί) έτσι.

#3
Vrastaman

Επίσης, τα έξοδα «ψησίματος» μιας γκόμενας (ποτά, εισιτήρια σινεμά, φαγητό, μικροδώρα, βενζίνη, κ.α.).

#4
Pirate Jenny

Επιβεβαιώνω ότι παίζει και σε ταβέρνες και σε φούρνους.

#5
salina

Επίσης και σε κάποιες ταβέρνες (δεν θυμάμαι αν είναι στην Βάρη ή στην Πάρνηθα) πας με τα παϊδάκια ωμά και σου τα ψήνουν, ή αγοράζεις από το κρεοπωλείο της γωνίας Και, επίσης, σε χωριά, σφάζεις το αρνάκι σου και σου το ψήνει ο ταβερνιάρης

#6
Mr. Cadmus

Σε φούρνους είναι στάνταρ, ειδικά το Πάσχα, και το ίδιο παίζει και σε ταβέρνες σε χωριά. Τώρα, σε ταβέρνες μέσα σε πόλεις δεν το'χω δει το φαινόμενο που περιγράφετε, αλλά δεν το αποκλείω κιόλας. Ίσως να μην συνηθίζεται για ευνόητους λόγους.

#7
allivegp

Δεν είναι σλανγκ διότι υπάρχει (σε φούρνους ή ταβέρνες δεν απασχολεί) και δεν χρησιμοποιείται μεταφορικώς, σε αντίθεση π.χ. με τα γαμησιάτικα ή κερατιάτικα, ή άλλα σε -attica.

#8
jesus

αυτό όντως, έχεις δίκιο. υπερβάλλων ζήλος.