Λέξη συγγενής με τα φτιαχτικά, σημαίνουσα τα λεφτά που παίρνει ο ψήστης σε μια ταβέρνα για να ψήσει το κρέας ή τα ψάρια. Για ευνόητους λόγους χρησιμοποιείται όταν κάποιος πηγαίνει το κρέας ή τα ψάρια στον ψήστη, οπότε δεν χρεώνεται το κόστος τους.
Λέξη συγγενής με τα φτιαχτικά, σημαίνουσα τα λεφτά που παίρνει ο ψήστης σε μια ταβέρνα για να ψήσει το κρέας ή τα ψάρια. Για ευνόητους λόγους χρησιμοποιείται όταν κάποιος πηγαίνει το κρέας ή τα ψάρια στον ψήστη, οπότε δεν χρεώνεται το κόστος τους.
Got a better definition? Add it!
8 comments
Μιτζνούρ
Τα ψηστικά είναι το αντίτιμο (ποσὀ) που παίρνει ο φούρνος για να σου ψήσει κάτι. Δεν άκουσα ποτέ να χρεώνουν ψηστικά σε ταβέρνες. Πρέπει να είναι ενσωματωμένα στην τιμή. Όσο για το παράδειγμα, αν είναι γνήσιο, έχει κατανοηθεί εντελώς off. Τα ψηστικά εδώ πρέπει να είναι τα κρεατικά, τα της ώρας.
jesus
σε διαβεβαιώ ότι παίζει (καί) έτσι.
Vrastaman
Επίσης, τα έξοδα «ψησίματος» μιας γκόμενας (ποτά, εισιτήρια σινεμά, φαγητό, μικροδώρα, βενζίνη, κ.α.).
Pirate Jenny
Επιβεβαιώνω ότι παίζει και σε ταβέρνες και σε φούρνους.
salina
Επίσης και σε κάποιες ταβέρνες (δεν θυμάμαι αν είναι στην Βάρη ή στην Πάρνηθα) πας με τα παϊδάκια ωμά και σου τα ψήνουν, ή αγοράζεις από το κρεοπωλείο της γωνίας Και, επίσης, σε χωριά, σφάζεις το αρνάκι σου και σου το ψήνει ο ταβερνιάρης
Mr. Cadmus
Σε φούρνους είναι στάνταρ, ειδικά το Πάσχα, και το ίδιο παίζει και σε ταβέρνες σε χωριά. Τώρα, σε ταβέρνες μέσα σε πόλεις δεν το'χω δει το φαινόμενο που περιγράφετε, αλλά δεν το αποκλείω κιόλας. Ίσως να μην συνηθίζεται για ευνόητους λόγους.
allivegp
Δεν είναι σλανγκ διότι υπάρχει (σε φούρνους ή ταβέρνες δεν απασχολεί) και δεν χρησιμοποιείται μεταφορικώς, σε αντίθεση π.χ. με τα γαμησιάτικα ή κερατιάτικα, ή άλλα σε -attica.
jesus
αυτό όντως, έχεις δίκιο. υπερβάλλων ζήλος.