Αρχίζω να έχω επίδραση, μιλώντας για ναρκωτικές ουσίες (σίγουρα για μπάφο, δεν ξέρω για πιο σκληρά).

- Και ψωνίζει ο Ζουλού έναν γάρο, τον κάνουμε, την ακούμε, ξενερώνουμε, συνεχίζουμε μπύρες και μετά από λίγο μου λέει "να κάνουμε άλλο ένα;", ε, ξέρω γω μαν, γιατί όχι. Ψωνίζει άλλο ένα, το κάνουμε, και πάνω που λέγαμε πω τι μπουρούχα ψώνισε και δεν την ακούσαμε, μας τα σκάει και των δύο, κοιταζόμαστε και μετά έχασα επαφή, ούτε που θυμάμαι πώς γύρισα στο ξενοδοχείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχεδόν, στο όριο.

Απ' όσο ξέρω Λευκαδίτικη έκφραση που οπτικοποιεί το οριακό μιας κατάστασης: τόσο εύκολα απ' τη μία, όσο εύκολα κι απ' την άλλη μεριά του πράγματος, με την έκβαση να καθορίζεται από εξωτερικούς μάλλον παράγοντες. Φράση της καθομιλουμένης μάλλον, παρά της αργκό.

Παράρτημα

Το πρόθεμα εδ στο εκεί προέρχεται από το "εδώ" (υποθέτω) και αποτελεί μέρος της παράδοσης στη λευκάδα να μπαίνουν προθέματα και επιθέματα σε τέτοιου τύπου τοπικά επιρρήματα. Η κλιμάκωση έχει ως εξής, με σειρά αυξανόμενης απόστασης: εδώ, εδεκεί, εκεί. Το κλασσικό επίθεμα θε που σημαίνει από τόπου κίνηση, σε κατάσταση υπερδιόρθωσης πολύ συχνά συντάσεται με το από, δηλαδή η φράση "από δώθε" είναι πολύ κλασσική, και ενδέχεται να πάρει και το εμφατικό επίθεμα νε, και να γίνει "δώθενε".

Στα του λήμματος, το εδ είναι απολύτως βασικό στην συγκεκριμένη έκφραση και χρησιμοποιείται όταν δείχνουμε έναν τόπο που βρίσκεται ούτε κοντά ούτε μακρυά.

- Καλά, κιο δεν του τράβηξες κάνα τριομφίδι μ' αυτά που σου 'λεγε;
- Εδεκεί κι εδεκεί ήμουνα, αλλά είπα να μήν τονε στείλω σε κάνα νοσοκομείο χρονιάρες μέρες.

- Το περνάς το μάθημα;
- Εδεκεί κι εδεκεί είμαι, θα δούμε όταν ανάψει τον ανεμιστήρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πίπα-κώλο. Εξαιρετικά οδυνηρή κατάσταση, ξύλο και γαμήσι, σεξ και βία, αλλά στο λόγιο. Παίζει και στο κυριολεκτικό, βλ. το 2ο παράδειγμα, ή μια γρήγορη αναζήτηση στο γούγλε, αλλά χρησιμοποιείται κατά κόρον και μεταφορικά, όπως και οι συνώνυμες φράσεις που δίνω παραπάνω. Στο πρώτο παράδειγμα είναι όλες πλήρως εναλλάξιμες.

- Τι λέει ρε συ;
- Μαλάκα μου, αίμα και σπέρμα. Στη δουλειά με τεντώνουνε, η Ελένη μου τα κάνει μπαλόνια στο σπίτι, λογαριασμοί απλήρωτοι, έχασε κι ο γαύρος την Κυριακή, με βαράνε από παντού να πούμε.

από εδώ:
Αίμα και σπέρμα στο πιο hardcore trailer που είδατε μέχρι σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρώμα άσπρο χρησιμοποιείται (όχι και τόσο συχνά) ως συνεκδοχή για το σπέρμα. Η σύνδεση δεν είναι ευθεία (οπότε κάποιος που κάθε φορά που ακούει τη λέξη "άσπρος" σκέφτεται χυσίματα κτλ είναι μάλλον πορνόμυαλος) αλλά είναι υπαρκτή.

Βλέπε πχ τα λήμματα ασπρίζω τοίχους, το άντε γαμήσου ν' ασπρίσεις, θα τα βλέπεις άσπρα, "- τι είναι άσπρο και κρατάει μαστίγιο; - η μαλακία που σε δέρνει", και ό,τι κατεβάσει ο νους του καθενός.

Σχετικό λήμμα το μπλε όπου χρώμα γίνεται μετωνυμία για μια αφηρημένη έννοια, μέσω άλλου μηχανισμού βέβαια. Η πράσινη δεν είναι ακριβώς ίδια περίπτωση, γιατί εκεί έχουμε ουσιαστικοποίηση από την πράσινη νότα, αλλά δεν είναι και μακρυά.

(σε διασταύρωση)
- Κόκκινο είναι το φανάρι μωρή μαλακομούνω, όλα άσπρα τα βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τρόπο προφοράς, που σκοπό έχει να τονίσει συγκεκριμένη λέξη. Δασύνουμε εσωτερικό φωνήεν στη λέξη, θα το αποδώσω με ένα h, καθιστώντας την προφορά της λέξης δύσκολη και μη φυσική, με αποτέλεσμα να αποκτήσει άλλο βάρος η λέξη στην πρόταση. Συνήθως, δε, προηγείται σύμφωνο που κάνει το όλο σύστημα ακόμα πιο δύσκολο στην προφορά, οπότε το αποτέλεσμα είναι αρκετά παραστατικό.

Θα χρειαστεί μήδι κάποια στιγμή, αλλά προς το παρόν μόνο παραδείγματα, που είναι υπερβολικά ως προς τη συγκέντρωση, απλά για οικονομία χώρου.

1. - Μαλάκα την Κατερίνα απ' το σχολείο τη θυμάσαι; Την είδα κι έπαθα πλάκα λέμε.
- Αυτή; Αυτή ήταν χhοντρή ρε συ!

2. - Σκhατά τα 'κανες πάλι! Τα κατhάφερες.

3. (ως απειλή)
- Θα σε γhαμήσω! Θα σου ξhεσκίσω τον πάτο ρε αρχίδι!
- Θα μου κλhάσεις.

4. - Το φυσάει το παραδάκι ο Μπάμπης, ε;
- Ο πατέρας του είναι χεσμένος στο τάλιρο λέμε. Πλhούσιος, όχι μαλακίες.

5. - Και, για να 'χουμε καλό ρώτημα, την έχεις μεγάλη εσύ;
- Τhεράστια.
- Τhελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικασία πριν από παιχνίδι μπάλας ή μπάσκετ για να αποφασιστεί ποιος θα διαλέξει πρώτος παίχτες. Οι δύο που θα διάλεγαν ξεκίναγαν αντικριστοί από τυχαία αλλά λογική απόσταση και έκαναν τρία βήματα ο καθένας στη σειρά του λέγοντας σημαία ο ένας και κοντάρι ο άλλος και βαδίζοντας ευθεία. Ο πρώτος που πάταγε τον άλλον διάλεγε παίχτη πρώτος.

Επιτρεπόμενα βήματα: το ένα πόδι κολλητά μπροστά απ' το άλλο στη συνήθη διεύθυνση του βήματος (ολόκληρα), τα πόδια εγκάρσια στη διεύθυνση του βαδίσματος και πάντα κολλητά (μισά), και τέλος (σε προσυμφωνία αν επιτρέπονται ή όχι, και παράδεισος για κλέψιμο) βηματάκια βάζοντας τη μύτη του ενός ποδιού μπροστά απ' την άλλη (μυτούλες, ίσως και μυτίτσες, δε θυμάμαι).

Κατά κύριο λόγο παιδική κατάσταση, μέχρι αρχές εφηβείας, οπότε και οι λέξεις σημαία-κοντάρι αντικαθιστούντο από οποιαδήποτε τρισύλλαβη λέξη, με προτίμηση σε παπάρι, αρχίδι και ό,τι.

Στάνταρ λευκάδα, πείτε και στα σχόλια να δούμε τι διάδοση είχε και τι παραλλαγές.

Βλέπε και σχόλια εδώ. Αφιερούται τω χτήνως.

- Πάμε ρεβάνς ή καινούργιες ομάδες;
- Καινούργιες. (στήνονται σε γραμμή δύο παιδιά) Σή-Μαί-Ά.
- Κό-Ντά-Ρί.
κτλ. με πιθανό ψιλοκαβγά πριν αρχίσει το παιχνίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μανούρα, εκτός των άλλων, είναι ειδική περίπτωση καβγά. Συγκεκριμένα, πρόκειται για καβγά που περιορίζεται σε αψιμαχίες, σε "θα σου δείξω - θα μου δείξεις", σε "θα σου κάνω - θα μου κάνεις"*, άντε και σε κανένα "κρατάτε με και θα τονε δείρω", και σε πολύ ακραία κατάσταση μανούρας κάνα σπρώξιμο ή καμιά ψιλή.

Για όσους αντιλαμβάνονται την κατάσταση, είναι πρόδηλη η διάθεση των εμπλεκομένων να μην πλακωθούν στα σοβαρά, αλλά απλά να δείξουν ότι θα μπορούσαν να το κάνουν. Βεβαίως, τίποτα δεν προδικάζει ότι η μανούρα θα παραμείνει μανούρα και δεν θα εξελιχθεί σε καβγά, αλλά αναλόγως με τις συνθήκες και τις περιστάσεις μπορεί κανείς να μανουριαστεί αρκετά ακραία όντας σίγουρος ότι κανείς (και κυρίως ο ίδιος) δεν θα περάσει τη νύχτα είτε σε κάνα νοσοκομείο είτε σε κάνα κρατητήριο.

Κατά συνέπεια το να μανουριαστεί κανείς με πορτιέρη είναι σπάνιο, γιατί ο πορτιέρης έχει την πρωτοβουλία του ξύλου στο 99,99% των περιπτώσεων, ενώ η μανούρα προϋποθέτει υπόδηλη συμφωνία των εμπλεκομένων να μην πέσει ξύλο, ή τουλάστιχον σοβαρό ξύλο.

Αποτέλεσμα, συνήθως φεύγουν και οι δύο πλευρές ευχαριστημένες, φεύγει ευχαριστημένος και ο ενδεχόμενος ειρηνοποιός που μπήκε στη μέση και παράστησε ότι τους χωρίζει, και καθώς είθισται μπορεί να έφαγε και καμιάν αδέσποτη.

Οι μανούρες ξεκινάνε κυρίως δι αφορμήν ασήμαντον, και γι αυτό δεν εξελίσσονται και σε καβγάδες, και αρκετά συχνά επειδή ένας απ' τους δύο ψάχνεται για μανούρα, ίσως λόγω χαρακτήρα, λόγω αλκοόλ ή για εκτόνωση.

Ρηματικές μορφές: μανουριάζω, μανουριάζομαι.

  1. - Πάλι πίνει ο Μπάμπης, και πάλι θ' αρχίσει να μανουριάζεται δεξιά κι αριστερά. Απορώ πώς δεν έχει πέσει ακόμα σε κάναν που δε σηκώνει τέτοιες μαλακίες να τις μαζέψει να ησυχάσει.

  2. - Πωπω, μαλάκα τσέκαρε, χαμός γίνεται. Λες να πέσει κάνα ξύλο;
    - Μπα, θα παίξει λίγο μανούρα έτσι για τη φάση και μετά θα τους χωρίσουν. Κλάιν. Πιες την ποτάρα σου.

*Οι φράσεις "θα σου δείξω - θα μου δείξεις", σε "θα σου κάνω - θα μου κάνεις" αναπαριστούν τις απειλές που εκτοξεύονται εκατέρωθεν. Σε συμφραζόμενα περιγραφής βρισίματος στα όρια καβγά οι παραπάνω φράσεις είναι αρκετά τυπικές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκοτική έκφραση. Κανονίζω στο μιλητό σημαίνει ότι η πληροφορία για το πού, πώς, πότε και γιατί θα πάει από στόμα σε στόμα, αυστηρά προφορικά και χωρίς γράμματα και λοιπού τύπου συνεννοήσεις που αφήνουν στοιχεία.

Ο αρχικός σκοπός φαίνεται να ήταν αυτός ακριβώς, δηλαδή η εξυπηρέτηση μυστικότητας-συνωμοτικότητας, κάτι το οποίο διατηρεί ακόμα αχνά η φράση, ακόμα και όταν χρησιμοποιείται εντελώς εκτός τέτοιων συμφραζομένων. Βλ. το 2ο παράδειγμα όπου έχει ακόμα το "χωρίς μεγάλη δημοσιότητα" αλλά είναι μακρυά απ' την έννοια που έχει στο 1ο, πιο κοντά στην αρχική.

  1. - Κανονίστηκε το πέσιμο;
    - Ναι, στο μιλητό. Τα κινητά μένουν σπίτι, πάμε, χτυπάμε και κρυβόμαστε στην καβάτζα για κάνα εικοστετράωρο μέχρι να μάθουμε τι παίζει με τους μπάτσους.

  2. - Είπαμε να κανονίσουμε ένα χαλαρό παρτάκι στο μιλητό και τελικά ήρθε η μισή πόλη και μου κάνανε το σπίτι μουνί.

  3. Στην Ελλάδα, ωστόσο, τα πράγματα είναι πιο απλά καθότι ο κόσμος έχει μάθει να κανονίζει τέτοιες εκδηλώσεις στο «μιλητό».
    Από εδώ

  4. Το ήδη υπάρχον σκάνδαλο (που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ελεύθερη Ώρα") με τον "μιλητό-αδημοσίευτο" διαγωνισμό προσλήψεων στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών το καλοκαίρι που μας πέρασε...
    Από εδώ, ως ουσιαστικό. Διαφαίνεται σύγχυση μεταξύ μιλημένου (δλδ σικέ) και μιλητού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπανιότερη σημασία της κλασσικής, αλλά υπαρκτή. Συνώνυμο του ηλίθιος, πανίβλακας, άι-κιού ραδικιού και τα λοιπά συναφή.

Όταν αναφέρεται σε γυναίκα (της οποίας την εμφάνιση αγνοεί ο συνομιλητής) συχνά δημιουργεί σύγχυση, ακριβώς λόγω της στατιστικής σπανιότητας αυτής της σημασίας σε σχέση με την χαρακτηρίζουσα την εμφάνιση. Χαλαρό συνώνυμο σ' αυτήν την περίπτωση το χαζογκόμενα.

  1. - Πώς πήρε πτυχίο αυτός ρε συ; Όσο τον θυμάμαι ήταν εντελώς μπάζο. Έβαλε ξαφνικά μυαλό;

  2. σε μπαρ, τύπος πήγε να μιλήσει σε γυναικοπαρέα και γυρίζει πίσω στην αντροπαρέα του:
    - Γιατί δεν έκατσες με τα γκομενάκια ρε συ;
    - Η ξανθιά που μ' αρέσει εμένα είναι μπάζο μπίτι τελείως ρε συ. Πέντε λεπτά τώρα μου μίλαγε για μανικιούρ και άλλα δέκα πιο πριν για γκλίτερ. Άσε να πιούμε κάνα ξίδι να ψωλάρουμε λίγο καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική περίπτωση μπάζου. Προς το ασχημούλα, αλλά όχι απελπιστικά, και μάλλον συμπαθητική. Στην κλίμακα γαμευσιμότητας βρίσκεται μακρυά απ' το κακό μπάζο, που δεν της τον δίνεις ούτε τα χριστούγεννα (για την καλή πράξη), αλλά πιο μακρυά και απ' τη μουνάρα.

Κοντά στο νηστίσιμη, με μια δόση συμπάθειας.

- Τη γνώρισες την Πέπη που σου έλεγε η δικιά μου τελικά;
- Ναι, μπαζάκι είναι ρε γαμώτο... Είναι ψηλή όμως, και μ' αρέσουν οι ψηλές. Μου ρίχνει ένα κεφάλι.
- Εσύ της έριχνες ένα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified