Το ραντάρ με το οποίο οι αστυνομικοί ελέγχουν την ταχύτητα των οχημάτων. Συχνά συναντάται στην ρηματική φράση την στήνω πιστόλι (εννοείται ο αστυνομικός).

Για μια διαφορετική σημασία βλ. πιστολιάζω, πιστόλιασμα, πιστόλα, ενώ για σεξοσλάνγκ σημασίες βλ. γαμισομπιστόλα και κρεατομπιστόλα.

- Ώπα γιατρέ μου, κόψε λιγάκι, γιατί μετά το τούνελ την στήνουν πιστόλι τα στρουμφάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified