Φεύγω από κάποιο μαγαζί, κυρίως νυχτερινό (club, μπουζούκια και τα συναφή), χωρίς να πληρώσω τα ποτά ή ό,τι άλλο πήρα.

Απαντάται και ως: σκάω / ρίχνω κανόνι και πιο συχνά βαράω / σκάω / ρίχνω πιστόλι / πιστολιά

  1. Ρε μαλάκα, δεν τιγκανά τώρα που δε μας βλέπει ο τσεκαδόρος;
    – Τι; Να σκάσουμε κανόνι;
    – Ναι ρε. Σιγά μην του δώσω 120 ευρώ για ένα μπουκάλι μπόμπα βότκα. Τόσα του λείπανε;

  2. – Τι κάνατε χτες ρε;
    – Άστα να πάνε ρε. Πήγαμε χθες στα μπουζούκια και πήραμε 3 μπουκάλια.
    Κυριλέ δηλαδή.
    – Τι κυριλέ ρε που όταν ήρθε η ώρα να πληρώσουμε είδαμε ότι μας λείπανε 70 ευρώ.
    – Και τι κάνατε ρε; Σκάσατε πιστολιά;
    – Όχι κάτσαμε! Πάλι θα κάνουμε κάνα δίμηνο να εμφανιστούμε στο μαγαζί.

Δες ακόμη: πιστολιάζω, πιστόλιασμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified