Ο Τσιγγάνος, εις την ρατσιστικήν. Στον πληθυντικό: βρομά.

Ελεεινό λολοπαίγνιο του ονόματος Ρομ.

- «Βαποράκι» 10 ετών με εντολή του… μπαμπά! (Βρομ φυσικά). Ο «στοργικός» πα-τέρας είναι ένας 33χρονος τσιγγάνος που περιδιάβαινε τα στέκια τοξικομανών στον Πύργο, κρατώντας από το χέρι τον 10χρονο γιο του σαν καλός μπαμπάς!
(εδώ)

- Οι Βρωμ το ξέρουν ότι είναι ελληναράδες;
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Τσάκω ένα σίντι Ρόμ