Από Βολιώτισσα έμαθα ότι σημαίνει σκάω από τη ζέστη (παρ. 1).

Στο νέτι το βρήκα και με τη σημασία τίγκαρα, γέμισα (παρ.2).

  1. Έτρεχα να προλάβω και φουλτάκιασα.

  2. Το ασπρο μου μαλλι δεν κρυβοταν με τιποτα και πηγα κι εκανα τη «φυτικη» του κορρε και φουλτακιασα (οπως λενε στο χωριο μου) στα σπυρια

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Khan

Εδώ, αλλά και αλλού στο Νέτι, το δίνει με την σημασία βγάζω φλύκταινες, σπυριά, εξανθήματα, φουσκάλες. Οι φουσκάλες αυτές λέγονται φούλτακες, ενικός ο φούλτακας.

#2
Khan

Το δίνει για περιοχές όπως Ήπειρος, Σιάτιστα, Κοζάνη, Επανομή.