Μεγεθυντικό καταληκτικό επίθημα ονομάτων, επιθέτων κ.ά. της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη.
Είναι αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε -άρι (πρβλ. παλληκάρι - παλληκαράς, καλαμάρι - καλαμαράς, ποδάρι - ποδαράς > βρωμοποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. -άρος και -άς ή -άρα και -άς (πρβλ. παπάρα - παπάρας). Κατ' άλλη άποψη, δυνατόν να προέκυψε απευθείας από μεγεθυντικά σε -άρα (πρβλ. κοιλάρα - κοιλαράς, κωλάρα - κωλαράς), πράγμα που δικαιολογείται για ονόματα όπως μυταράς, χειλαράς κ.ά. (π.χ. μυταράς «αυτός που έχει μυτάρα, μεγάλη μύτη» κ.ο.κ.).
Από (αφηρημένα) ουσιαστικά ή επίθετα προήλθαν ονόματα σε -αράς ή -άρας, που δηλώνουν πλησμονή του πρωτοτύπου, επίταση, μεγέθυνση, χλευασμό / εμπαιγμό, ειρωνεία ή ύβρη, (πρβλ. κλέφτης - κλεφταράς, ψεύτης - ψευταράς, πουτσαράς, καυλάρας, Ελληνάρας, ανθελληνάρας κ.λπ.).
Συχνά η κατάλ. -αράς χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που ασχολείται με κάτι (πρβλ. άλογο - αλογαράς, μηλαράς).
Παραδείγματα από λέξεις του slang που έχουν το -άρας / -αράς ως καταληκτικό επίθημα:
e-λληνάρας / e-λληναράς, ΑΕΚάρας, ανθελληνάρας, βρωμοποδαράς, Ελληνάρας, καλαμαράς, καυλάρας, κωλαράς, κωλομπαράς (θεωρώντας ότι προέρχεται από τη λέξη κωλόμπαρο), μηλαράς, κλαπανάρας, βροντάρας, κακσάκαρας, ματζαφλάρας
9 comments
Khan
Από τον ανκλ Χοτζ έχω υιοθετήσει και το Αγγλάρας= ο τύπος προλεταροειδής του Μάντσεστερ κιετς που πίνει μπύρες στις παμπ ζει μ' άλλους πέντε-έξι σε ένα διαμέρισμα, και είναι περήφανος για την ιδιαίτερα μίζερη ζωή του.
Khan
Κλασσικά υπάρχει και το Γερμαναράς.
allivegp
Και ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος.
joe909
Εξαίρεση: ο Τουρκαλάς.
GATZMAN
@αλιβος
Αλλά και ο Νικηταράς ο Δενδροφάγος
allivegp
αλιβαράς
GATZMAN
Αλιβε ποιόν βαράς;
iron
το λήμμα προσετέθη στη λίστα εδώ (θξ Βικ, όπως λέμε θξ γκοντ)
soulto