Βορειοελλαδίτικο. Χρησιμοποιείται για πράξεις οι οποίες είναι είτε παρατραβηγμένες είτε υπερβολικά καταπληκτικές.
Συναφής του κάνω παπάδες συν δυό κιλά έξτρα αδρεναλίνη. Χρησιμοποιείται και με άλλα ρήματα, σχετικά με την πράξη που αναφέρεται (π.χ. παίζω)
9 comments
allivegp
Δηλαδή ο Ζάικος παίζει τις κάλτσες του;
iron
αχ μουχουσού μου, να πω ότι πάλι διάβασα άλλο, «κλάνω άντερα»; τό 'πα.
Galadriel
αχαχαχ ιρον!
knasos
Αυτοί φταίνε που έχουν βάλει το πλήκτρο του τόνου δίπλα στο λάμδα.
xalikoutis
Αντερολογικά άσχετα.
Στα μωρά και νήπια, στην Κρήτη τουλάχιστον, όταν τα πιάνει λόξιγκας και παραπονούνται, τους λένε: «σώπα, σώπα, μεγαλώνει τ' αντεράκι σου».
Άλλο: στον Οριενταλισμό του,ο Έντουαρντ ο Σαΐντ βάζει παράθεμα στην αρχή του βιβλίου μια ανατολίτικη ιστορία για έναν υπηρέτη ο οποίος την πανηγυρική πομπή για το νέο Χαλίφη την περπάτησε με ανοιγμένη από τον ίδιο κοιλιά και κουβαλώντας τα άντερα του πάνω σε ένα ασημένιο δίσκο. Μετά τον ράψανε και σε καμιά βδομάδα ήταν καλά.
Αυτή η συσχέτιση άντερων με θάρρος και τόλμη (γιατί γράφεις για αδρεναλίνη - βλ. και έχω άντερο) είναι στη Βόρεια Ελλάδα τόσο δεδομέ όσο και Αμερκή με τα γκατς; Αλλού στο Ελλάδα νομίζω όχι, λέγαμε για τα αρχίδια, πριν δούμε πολλές αμερκάνικες ταινίες. Και χαλκέντερος διαβάζω παναπεί ακαταπόνητος, αν και ήδη θαρρώ παραχρησιμοποιείται με την έννοια θαρραλέος, που δε μασεί κλπ.
patsis
Παραπλήσιο το «πρέπει να έχεις (γερό) στομάχι για να κάνεις αυτήν την δουλειά». Ακουσμένο πάνω αλλά νομίζω λέγεται παντού.
allivegp
Στον ομηρικό καβγά των κουμπάρων Στελάρα - Νικολόπουλου, ο πρώτος εξακόντισε εναντίον του δευτέρου, εντός του ακροατηρίου, μεταξύ άλλων, τις εκφράσεις «όρθιο γουρούνι» και «δεν έχεις άντερα», με το τελευταίο να σημαίνει προφανώς κάτι σαν έλλειψη μπέσας ή ακόμη ανδρισμού.
Για την ιστορία, ο Στελάρας συγχωρέθηκε 1 χρόνο μετά, διαγνωσμένος με όγκο του εγκεφάλου.
iron
ωχ παναΐαμ χαλικού, αν μου λέγαν κάτι τέτοιο για τ' άντερό μου όταν ήμουν μικρή θα είχα χοντρό (pun intended) πρόβλημα!
MXΣ
Το «άνοιξε τ'αντεράκι σου» λέγεται επίσης και για πιό μεγάλα μωρά, ειρωνικά, όταν κλάνουν και ρεύοντε ασυστόλως. Λίγο πριν τους πλακώσεις στα μπινελίκια και τις μπούφλες και τους δώσεις το κωλάντερο στο χέρι...