Ο στρατιώτης που κυκλοφορεί ασκεπής, δεν φοράει δηλαδή το στρατιωτικό του πηλίκιο.

Κοίτα ρε το ποντίκι που κυκλοφορεί και ασκεπής! Μόλις φάει την πρώτη καμπάνα θα στρώσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Ο ΑΛΛΟΣ

Άλλη μια ενδιαφέρουσα περίπτωση.

Σε απολύτως κόσμια και αποδεκτά συμφραζόμενα, και μάλιστα εξεζητημένα, η λέξη «καλύπτω» σημαίνει και «καλύπτω το κεφάλι μου (με καπέλο, μαντίλι ή οτιδήποτε ανάλογο)». Η έννοια αυτή περνάει και σε σύνθετα και παράγωγα. Έτσι «αποκαλύπτομαι» μπορεί να σημαίνει «βγάζω το καπέλο», με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται ως έκφραση θαυμασμού και συγχαρητηρίων: αποκαλύπτομαι, ήτοι σου βγάζω το καπέλο, ήτοι είσαι καταπληκτικός, μπράβο.

Η επίσημη ορολογία του στρατού αντλεί το υλικό της από τα πιο κόσμια, αποδεκτά και γενικώς αποστειρωμένα στρώματα της γλώσσας (αν και συχνά με μία δόση καραβανίστικης αγραμματοσύνης, π.χ. ακομβίωτος: από το κόσμιο «κομβίον» και όχι από το χυδαίο «κουμπί», άσχετα αν η τελική λέξη είναι τραγέλαφος!).

Έτσι αντί «χωρίς καπέλο» ή «χωρίς πηλίκιο» ή ότιδήποτε άλλο που να είναι άμεσα κατανοητό, επιλέχθηκε ο όρος ακάλυπτος ή ο απολύτως ανάλογος ασκεπής.

Στη συνέχεια όμως τι έγινε: ο μέσος φαντάρος, αγνοώντας την ειδική σημασία «καλύπτομαι = σκουφώνομαι», αντιλαμβάνεται το ακάλυπτος ως μια λέξη που στο στρατό σημαίνει αυθαίρετα «ξεσκούφωτος» ενώ κανονικά θα σήμαινε κάτι άλλο. Και δεν του κάνει εντύπωση, γιατί τα πάντα στο στρατό, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας, λειτουργούν αυθαίρετα και άνευ λογικής. Κι έτσι τελικά η λέξη προσλαμβάνει μια σλανγκίστικη χροιά, ενώ με την ίδια μορφή και την ίδια σημασία υπάρχει ήδη ως μια εντελώς αντισλάνγκ, καθαρευουσιάνικη και κομψευόμενη λέξη!