Ο μη έχων μαλλιά στο τριχωτό της κεφαλής (ή και σε άλλα επίμαχα σημεία), ο φαλακρός. Μπορεί να χαρακτηριστεί κι ως γλόμπος...
«Πω πω έσκασε μύτη ο ακάλυπτος!! Τυφλώθηκα από τη λάμψη!!»
Ο μη έχων μαλλιά στο τριχωτό της κεφαλής (ή και σε άλλα επίμαχα σημεία), ο φαλακρός. Μπορεί να χαρακτηριστεί κι ως γλόμπος...
«Πω πω έσκασε μύτη ο ακάλυπτος!! Τυφλώθηκα από τη λάμψη!!»
Βλ. σχετικό λήμμα ελ γλόμπο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τύπος αεριτζή, τρακαδόρου, που κυκλοφορεί με ακάλυπτες επιταγές.
Ο ακάλυπτος ήταν χαρακτήρας κωμικής σειράς που ενσάρκωνε ο ηθοποιός Α. Καφετζόπουλος.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified