Όρος σχεδόν συνώνυμος της παρτούζας, με τη διαφορά οτι αφορά διαδοχικό γαμήσι από ομάδα ανδρών, σαν να είχε ο καθένας τους νούμερο προτεραιότητας. Ακούγεται στο αθάνατο καλτ αριστούργημα «Φυλακές Ανηλίκων».

Παιδιά τρέξτε! Ο -τάδε κακός- με την παρέα του ετοιμάζονται να πάρουν τα κορίτσια σας νουμεράδα!

η ανωτέρω ατάκα στο 0.47.54 (από storm, 19/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
deinosavros

Να και μιά λογοτεχνική χρήση της λέξης από τα '70, σχετική όχι με βιασμό αλλά με μαζική εκτέλεση.
( Αλ. Κοτζιάς Αντιποίησις Αρχής, Κέδρος 1979):

[...]κι όσους αναρχικούς σάρωσε η παγανιά τους ντουφεκίσανε επιτόπου μέσα στη μάντρα ως το πρωί νουμεράδα ντουφεκίζανε διακόσους τετρακόσους τρέχα γύρευε, μουσκέτ! φουζιλίρεν! φόγιαρ! [...]