ή φλυγάρι. Το άκρο μέρος του πέους, το οποίο είναι το δέρμα που λειτουργεί ως κάλυμμα για τον φαλλό, η λεγόμενη πέτσα. Το μέρος αυτό αποτελεί το αντικείμενο που αφαιρείται κατά την περιτομή της Εβραϊκής θρησκείας. Η λέξη προέρχεται από ντόπιους πληθυσμούς της Στερεάς Ελλάδος και της Ευβοίας.

Όταν δεν έχω όρεξη, μου κρέμεται το πουτσοφλύγαρο σα μύξα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Έχει απασχολήσει και την Φρικηπαίδεια. Ξέρεις κανείς κάτι παραπάνω για ετυμολογία;

#2
Μιτζνούρ

ακροποσθία

#3
Jimisballjohn

Ίσως να προέρχεται από το Φλους στα αρχαία που σημαίνει φλούδι(αβέβαιο) με τις κατάλληλες αλλαγές στην πάροδο του χρόνου...

#4
gaidouragathos

Φλύω [=αναβρύζω, υπερχειλίζω] από εδώ. Λέω εγώ...