Στην κρητική διάλεκτο, ο πολύ βαθύς ύπνος, αυτό που λέμε «δεν κοιμήθηκα, ναρκώθηκα». Προέρχεται από το ρήμα «δρουβαλιάζω».

Μαλάκα, σήμερα το μεσημέρι έφαγα 4 μπριζόλες χοιρινές, ήπια και 3 λίτρα μπύρα και μετά έριξα έναν δρούβαλο... Τέσσερις ώρες κοιμήθηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified