Ο Ιησούς Χριστός στα καλιαρντά.
Βρήκα την λέξη στον Ηλία Πετρόπουλο. Το γκοντο- , που προέρχεται πιθανώς από το αγγλικό god είναι σύνηθες α' συστατικό λέξεων των καλιαρντών και σημαίνει κάτι το θεϊκό, ή ο,τιδήποτε έχει σχέση με τον Θεό και την θρησκεία (λ.χ. γκοντοδούλα= ο άγγελος, γκοντοζητιανεύω= προσεύχομαι, γκοντοζητιανιάρα= η θεούσα). Τεκνό είναι το γνωστό μας τεκνό, εν προκειμένω ο παις Κυρίου, είτε ο ξανθομάλλης γαλανομάτης αμερικλάνος τζήζας, είτε ο γλυκύς και μελαγχολικός πλην ναζωραίος (φραγκο-)Ίνρι.
Σε κάθε περίπτωση οι εκφέροντες την σλανγκιάν ταύτην ευλαβείς καλιαρντοί διήγαν τον μάταιον τούτο βίον περιμένοντας το γκοντότεκνο.
- Γκοντοζητιανεύει στο γκοντότεκνό η γκοντοζητιανιάρα.
11 comments
Khan
Υ.Γ. Ζητώ συγγνώμη για το τεχνητό παράδειγμα δικής μου έμπνευσης, το έβαλα μόνο για να μην μείνει κενό το κουτάκι.
MXΣ
Τζούς καλιαρντό γκουγκού!
Cunning Linguist
Γκοντότεκνο είναι, ο τόνος εκεί!
Vrastaman
Οι γκοντόφθαλμοι πιστοί περιμένουν τον Γκοντό.
aias.ath
Μὲ ἐρεθίσατε τώρα, ἀφοῦ, καὶ θὰ ὑποστῆτε τὶς συνέπειες, πρὸς ἐπίτευξιν πληρότητος. Λοιπόν, ἀρχίδω:
Γκοντορελιά=ἄνεμος, ἐκ τοῦ ρέλω=πέρδομαι, κλάνω· ποδρὴ θεοῦ. Σύνθετο μὲ τὸ ἀπρόσωπον ἀβέλει σημαίνει φυσάει, ἔχει ἄνεμο.
Γκοντάχαλη=νηστεία, ἐκ τοῦ χάλω=τρώγω, μὲ στερητικὸ α. Ἄχαλη=πεῖνα, ἀφαγία.
Γκονταφιόνα=θρησκεία, ἐκ τοῦ κοινοῦ τουρκογενοῦς ἀφιόνι=ὄπιο.
Γκονταφιονίζω=προσηλυτίζω.
Γκοντοκόντρα=κόλασι, καὶ γκοντοκοντράρω=κολάζω, μὲ τὴν ἔννοια ὑποβάλλω εἰς πειρασμόν, ὄχι τιμωρῶ.
Γκοντοδιακόνα=προσευχή.
Γκοντοπροφεσόρος=θεολόγος καθηγητής. Γιὰ τὸν μή καθηγητὴ θεολόγο δὲν ξέρω λέξι.
Γκοντοπρεζάντα=τὰ Θεοφάνεια.
Ὀφείλω νὰ σημειώσω ὅτι τὴ λέξι Γκόντος ἔχω ἀκούσει μιὰ-δυὸ φορές, τὸ Γκοντότεκνο ποτέ, ἐνῷ τὰ ὑπόλοιπα σύνθετα εἶναι ἀπὸ ἀρκετὰ ἔως πολὺ εὔχρηστα.
Khan
!!!
Cunning Linguist
Αίαντα σε είχαμε χάσει και δεν πρέπει!!
Galadriel
Ε, ναι, κοίτα ποιος μιλάει.
Khan
Khan
Khan