Ο Ιησούς Χριστός στα καλιαρντά.

Βρήκα την λέξη στον Ηλία Πετρόπουλο. Το γκοντο- , που προέρχεται πιθανώς από το αγγλικό god είναι σύνηθες α' συστατικό λέξεων των καλιαρντών και σημαίνει κάτι το θεϊκό, ή ο,τιδήποτε έχει σχέση με τον Θεό και την θρησκεία (λ.χ. γκοντοδούλα= ο άγγελος, γκοντοζητιανεύω= προσεύχομαι, γκοντοζητιανιάρα= η θεούσα). Τεκνό είναι το γνωστό μας τεκνό, εν προκειμένω ο παις Κυρίου, είτε ο ξανθομάλλης γαλανομάτης αμερικλάνος τζήζας, είτε ο γλυκύς και μελαγχολικός πλην ναζωραίος (φραγκο-)Ίνρι.

Σε κάθε περίπτωση οι εκφέροντες την σλανγκιάν ταύτην ευλαβείς καλιαρντοί διήγαν τον μάταιον τούτο βίον περιμένοντας το γκοντότεκνο.

- Γκοντοζητιανεύει στο γκοντότεκνό η γκοντοζητιανιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified