Σκοτώνομαι, με την καλή έννοια.

  1. Σκοντάφτω και περδικλώνομαι, πέφτω κάτω με μεγαλειώδη σούπα και σπάζομαι, σαβουριάζομαι, (τρώω σαβούρα / σαβούρδα), σπάω τα κοκαλάκια μου, τρόπος του λέγειν.

  2. Σκοτώνομαι με κάποιον, πλακώνομαι στο ξύλο, τώρα και με μεταφορική έννοια τ. διαφωνώ έντονα.

Αρβανιτοκουβέντα τόσο ενταγμένη στην ελληνική καθομιλουμένη που αν δε μου το 'λεγαν (παράδειγμα 1) δεν το πίστευα ότι δεν το 'χει ο Τριαντάφυλλος!

  1. Εδώ: Άντε μην αρχίσω κι εγώ τα Αρβανίτικα και μείνετε..... :lol: Έχουμε λέξεις που εγώ θεωρώ δεδομένο ότι τις ξέρουν όλοι, αλλά δεν......π.χ: καλικούτσα, τσοπαλιάστηκα κλπ κλπ κλπ........ Όταν της πρωτοείπα στο Γιώργο με κοίταζε κάπως έτσι..... :shock:

  2. Εδώ: Δεν ξερω γιατι, αλλα σε συμπαθησα ακομα πιο πολυ τωρα που ανεφερες τη μανα σου. Ισως επειδη τσοπαλιαζομαι και γω με την δικια μου καθε τρεις και λιγο και σε νιωθω. Κατα τ’αλλα μεγιες μεγιες οι νεες οι μπλουζιες.

  3. Ε, νταξ, δεν είμαι και γαμώ τις νοικοκυρές, άμα έρθεις στο σπίτι χωρίς προειδοποίηση παίζει να τσοπαλιαστείς στο σκαλοπάτι από κανα κοντάρι σφουγγαρίστρας που έχω παρατήσει μεσ' στη μέση. Όμως ξέρω που είναι η σφουγγαρίστρα, το σωστό να λέγεται.

Και της το πα, πού πας με αυτά τα τακούνια, θα τσοπαλιαστείς πουθενά... (από Galadriel, 19/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published