Ο αλκοολικός, αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοολούχων ποτών, συνώνυμο του «μπεκρής».

- Πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις τον κυρ Γιώργη, στο καφενείο είναι...
- Γαμησέ τα, νταμιζάνας μεγάλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
gaidouragathos

«Α τραγούδα τώρα, γλέντα, μπεκρολόγα, μεθοκόπα, ξενύχτα, ξερνοβόλα, γκάριζε! Αχ, βαγένι, πιθάρι, βαρέλα, μπουκάλα, γαλόνι, ταμετζάνα, στάμνα, στέρνα, καρούτα, μαστέλλα, κρασοκανάτα! Που να σκάσης!»

Από την «Τρελλή Βραδυά' του Παπαδιαμαντη...τώρα τόδα...

#2
boulgaroktonos

χαχαχα... δεν περίμενα να υπάρχουν τόσες πολλές λέξεις με αυτήν την σημασία..