Ή και «σιάρα».

Γλίστρα, πέσιμο.

Σάρα είναι κανονικά το λεπτό χαλίκι που βάζουν σε έναν χωματόδρομο για να περνούν τα αμάξια πριν (και αν) τον περάσουν με άσφαλτο. Παραδόξως, είναι αρκετά σταθερή και αξιόπιστη.

Σαν έκφραση, λέμε ότι «τρώω σάρα», «σαρίζομαι», κτλ, όταν πέσω ή γλιστρήσω. Επίσης μπορούμε να πούμε ότι «έφαγα σαρίδι».

- Τι έπαθες στο χέρι σ';
- Εκεί που βγαίνω το πρωί από το σπίτι, δεν είδα κάτω, και είχε πιάσει πάγος και τρώω μία σάρα (ή θα μπορούσε να πει: ένα σαρίδ')...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Η σάρα, σύμφωνα καί με Τριανταφυλλίδη, βγαίνει απ' το σαρώνω, οπότε και η σάρα ώς «χαλίκι» πάλι απο κεί μπορείς να πείς οτι βγαίνει (στρώνεις, σαρώνεις το δρόμο με χαλίκι).

Έτσι, θά 'λεγα οτι και η σάρα ώς «σαβούρντα» δέν ειν' ανάγκη να έχει σχέση με το χαλίκι της ασφαλτόστρωσης, αλλα με το οτι σαρώνεις το δρόμο καθώς πέφτεις, σε φάση.

#2
alepou

Έχεις δίκιο

#3
gaidouragathos

Σαρίζω:γκρεμίζω στη θεσσαλία, σκουπίζω στα κυπραιικα.

Σάρα: γκρεμός εδώ

-Τι έγινε εκείνος ο φούρνος που ήταν στη γωνία;
-Τον σάρισαν, τώωωωρα...
-...

#4
PUNKELISD

Άλλο 'σάρα: γκρεμός' κι άλλο 'σάρα-γκρεμός' γιατί στο δεύτερο το πιθανότερο εννοεί (τουλάστιχον όπως το ξέρω) κατηφόρα με πάρα πολύ μεγάλη κλίση και χαλίκι που φτάνει σε μεγάλο βάθος.