αζνάρωτος. (Στα Λημνιά) Αζωνάρωτος, ο χωρίς ζώνη, αλλά και αυτός που βγήκαν τα πουκάμισά του απ’ το παντελόνι του, ο αμπλαούμπλας, ο κουζουλός, ο άγριος.
Και αξεζνάρωτος.
*Ήρτε αξεζνάρωτος για καυγά = Δηλ. με λυμένο το ζωνάρι για καυγά, έτοιμος.
*Αζνάρωτ’ και αβράκωτ’ = Δηλ. χωρίς προίκα.
*Αζνάρωτος Φακιώταρος = Αγροίκος τσοπάνης από την περιοχή Φακός.
*Αζνάρωτος Πορπόργιανος = Άγριος Πουρπουλιανός.
*Σαν αζνάρωτος γαμπρός = Καυλωμένος.
Ήρτε προυινιάτκα αζνάρωτος κι καυλωμένος για τζουμχούρ.
«Αζνάρωτ’ η βρακούδα σ’
στο μεγ’ντάν’ η μπεγλεμπούδα σ’
τα κδουνέλια πέρα δώθε
κι όσο σ’ερτ η γιόροξ μπώθε».
«Γαμπρός μας αξεζνάρωτος
και αξεβρακωτένιος
ο κώλος τ’ έναι μαλλιαρός
κι ο πούτσος του μπρουτζένιος».
1 comment
Τσακ εις την μέσην
Α,ρε πατρίδα με την ντοπιολαλιά σου...