Κάνω κάποιον να ενοχληθεί με τα λόγια ή τις πράξεις μου.

(απ' το βικιλεξικό)

- Ξαδερφούλα, πως ντύθηκες έτσι με σούπερ-μίνι να πας για καφέ; Θα σε λένε ξέκωλο στο δρόμο.
- Έλα μωρέεε, σταμάτα να με πικάρεις!

- Άστο ρε το παιδί. Μην τον πικάρεις άλλο. Τον έχεις ταράξει στις φάπες. Άμα εξαγριωθεί καμιά μέρα θα πέσουνε μπουνιές.

(από HardcoreGR, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Προφ. πρέπει να βγαίνει από το peak (άκρο)->βγάζεις δηλαδή τον άλλον εκτός ορίων.

#2
MXΣ

μήπως ωρέ είναι από το piccare (it.) - picar (es) = τσιμπάω (σχετ. με πουλιά - ιπτάμενα);

#3
deinosavros

Ιταλ. piccare = κεντώ, νύσσω, τρυπάω, και κατ' επέκτασιν πικραίνω, θίγω.

#4
deinosavros

ΜΧΣ, μαζί γράφαμε.