Κάνω κάποιον να ενοχληθεί με τα λόγια ή τις πράξεις μου.
(απ' το βικιλεξικό)
- Ξαδερφούλα, πως ντύθηκες έτσι με σούπερ-μίνι να πας για καφέ; Θα σε λένε ξέκωλο στο δρόμο.
- Έλα μωρέεε, σταμάτα να με πικάρεις!
- Άστο ρε το παιδί. Μην τον πικάρεις άλλο. Τον έχεις ταράξει στις φάπες. Άμα εξαγριωθεί καμιά μέρα θα πέσουνε μπουνιές.
4 comments
GATZMAN
Προφ. πρέπει να βγαίνει από το peak (άκρο)->βγάζεις δηλαδή τον άλλον εκτός ορίων.
MXΣ
μήπως ωρέ είναι από το piccare (it.) - picar (es) = τσιμπάω (σχετ. με πουλιά - ιπτάμενα);
deinosavros
Ιταλ. piccare = κεντώ, νύσσω, τρυπάω, και κατ' επέκτασιν πικραίνω, θίγω.
deinosavros
ΜΧΣ, μαζί γράφαμε.