Το μπες-βγες σε πολλά μπαράκια μέσα στην ίδια νύχτα, ή απλώς το πέρασμα έξω από αυτά.

Έχω πεθυμήσει μια μπαρότσαρκα. Είναι χρόνια που δεν το έχω κάνει.

Σε άλλες γλώσσες: pub-crawl (βρετανικά), bar-hopping (αμερικάνικα), Kneipenbummel, Kneipentour (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

bar hopping, αγγλιστί.

(καλέ γιατί τόσο θάψιμο το λήμμα;)

#2
jesus

κ pub crawling νομίζω.

#3
iron

εδώ τα έχει όλα.