Συμπληρωματικά στους υπόλοιπους ορισμούς, πιπίλα λέγεται και το τσιγάρο για τους μανιακούς καπνιστές. Καθώς (όπως λέει κι ο Khan) η πιπίλα υποδηλώνει καθήλωση στο στοματικό στάδιο, θεωρείται μεγάλη προσβόλα όταν απευθύνεται σε πιτσιρικάδες που νομίζουν ότι το τσιγάρο τους προσθέτει 8 κιλά μαγκιά.

Αλλη χρήση, πιο χαρακτηριστική κττμγ, είναι για το ηλεκτρονικό τσιγάρο, που ο χρήστης ξεκινάει το φύσα-ρούφα με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα του φύγει το χαρμάνι, αλλά φευ, το μαραφέτι υπερθερμαίνεται, και τότε ο δόλιος μένει να μασάει το επιστόμιο ανάμεσα στα δόντια και να το πιπιλάει μέχρι να κρυώσει και να αρχίσει το φύσα-ρούφα από την αρχή.

  1. Ισα ρε! που ακόμα δεν έβγαλες το δάχτυλο απ' το στόμα άρχισες το τσιγάρο... άντε παράτα την πιπίλα και ξαναβάλε το δάχτυλο. Κι έλα να πιεις το γάλα σου! (μπούλη)

  2. (γκουχ-γκουχ-γκουχ) Αμάν πια! ακόμα δεν ξυπνήσαμε άναψες την πιπίλα; πως μπορείς; ούτε καφέ δεν ήπιες ακόμα!

  3. Με το ηλεκτρονικό τσιγάρο έχω ελαττώσει πολύ το τσιγάρο. Από τα δύο πακέτα έχω πέσει στο ένα. Στο γραφείο είμαι όλη τη μέρα με την πιπίλα, άντε να καπνίσω 2-3 με τον πρώτο καφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified