Συμπληρωματικά στους υπόλοιπους ορισμούς, πιπίλα λέγεται και το τσιγάρο για τους μανιακούς καπνιστές. Καθώς (όπως λέει κι ο Khan) η πιπίλα υποδηλώνει καθήλωση στο στοματικό στάδιο, θεωρείται μεγάλη προσβόλα όταν απευθύνεται σε πιτσιρικάδες που νομίζουν ότι το τσιγάρο τους προσθέτει 8 κιλά μαγκιά.

Αλλη χρήση, πιο χαρακτηριστική κττμγ, είναι για το ηλεκτρονικό τσιγάρο, που ο χρήστης ξεκινάει το φύσα-ρούφα με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα του φύγει το χαρμάνι, αλλά φευ, το μαραφέτι υπερθερμαίνεται, και τότε ο δόλιος μένει να μασάει το επιστόμιο ανάμεσα στα δόντια και να το πιπιλάει μέχρι να κρυώσει και να αρχίσει το φύσα-ρούφα από την αρχή.

  1. Ισα ρε! που ακόμα δεν έβγαλες το δάχτυλο απ' το στόμα άρχισες το τσιγάρο... άντε παράτα την πιπίλα και ξαναβάλε το δάχτυλο. Κι έλα να πιεις το γάλα σου! (μπούλη)

  2. (γκουχ-γκουχ-γκουχ) Αμάν πια! ακόμα δεν ξυπνήσαμε άναψες την πιπίλα; πως μπορείς; ούτε καφέ δεν ήπιες ακόμα!

  3. Με το ηλεκτρονικό τσιγάρο έχω ελαττώσει πολύ το τσιγάρο. Από τα δύο πακέτα έχω πέσει στο ένα. Στο γραφείο είμαι όλη τη μέρα με την πιπίλα, άντε να καπνίσω 2-3 με τον πρώτο καφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού με ειδικό στόμιο ασφαλείας α λα παγουράκι, ώστε ο πίνων να μπορεί να πιει χωρίς να χρειάζεται (α) να απασχολήσει 2 χέρια και (β) να βγάλει κάποιο πώμα. Δουλεύει διά της πιέσεως στο σώμα του μπουκαλιού ώστε το νερό να εκσφενδονίζεται στο διψασμένο λάρυγγα του διψούντος υπό πίεση, ενισχύεται δε διά του ρουφοπιπιλίσματος (ψευδοτσίμπουκο) του στομίου.

- Νώντα, πιάσε 2 Μάλμπορο, 1 σοκοφρέτα και τα Σπορ του Βορρά. Α, και μία πιπίλα γιατί έχω σκάσει απ' τη ζέστη, το φελέκι μου μέσα...
- Έφτασεεεεϊ!

OK, μάλλον σκεφτόμουν κάτι άλλο, sue me... (από acg, 06/07/12)Δείγμα του περι ου ο λογος (από acg, 06/07/12)Close up της χρησιμοποιουμενης τεχνολογιας λεμετε (από acg, 06/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης: συνώνυμο της καραμέλας (ορισμός 2).

Όταν μας κάνουν πλύση εγκεφάλου, πιπιλάνε το ίδιο πράμα ολημερίς κι ολονυχτίς, εμείς το χάφτουμε, και κατόπιν το κάνουμε εμείς πιπίλα, για μας και για τους άλλους.

Από τη μονοτονία και την επαναληπτικότητα της κίνησης που κάνουμε όταν πιπιλάμε. Αν αυτό δεν σε καβλώσει, σε αποχαυνώνει.

  1. οχουυ βαρέθηκα την πιπίλα με το Slash..νταξ Ναούμ..καλός ο Slash αλλα τα καλύτερα τους ο izzy τα έγραφε,όταν ο slash μπεκρούλιαζε και τσακωνόταν με τον Rose.....

  2. Τι σημαίνει αυτό το «fast track» που πιπιλάνε όλη μέρα οι μπατσόκοι;
    Υφίσταται αυτός ο όρος; Ή είναι άλλη μια επινόηση, στα πλαίσια της νέας μπατσοκικής γλώσσας;

Got a better definition? Add it!

Published

Ως μια σημαντική υποπερίπτωση της «τελειότητας μιας κατάστασης», που αναφέρει ο άλλος ορισμός, τολμώ να είπω ότι, ως πιπίλα, χαρακτηρίζεται και το στοματικό σεξ. Συναφώς, στην σεξοσλάνγκ, χαρακτηρίζεται ως πιπίλα και ο πέοντας, που υποκαθιστά την δόκιμη πιπίλα, ή την θηλή (ας πούμε και καμιά γιαλομαλακία να περάσει η ώρα), όπως και ο πιπιλογαμούλης / πιπίλας γκέουλας που επιδίδεται στην εν λόγω πρακτική, φρανγκρεκιστί γνωστή ως σουσέλ.

Ευρύτερα στην σεξοσλάνγκ, πιπίλα είναι το οποιοδήποτε πιπίλισμα, οπότε μπορεί να λεχθεί και για άντρα που πιπιλίζει βυζιά, κλειτορίδες κ.ο.κ. Αφήνω σε ειδικότερους γιαλομολάγνους τον ψυχαναλυτικό συσχετισμό ανάμεσα στην πιπιλοκατάστα, που αναφέρει ο άλλος ορισμός, το στοματικό στάδιο ανάπτυξης κατά την ψυχανάλα, την καθήλωση σε αυτό, την επικοινωνία βρέφους και μητρικού μαστού ως απωλεσθέντα πιπιλοπαράδεισο κ.ο.κ.

Τώρα πού 'ρθαμε στην βίλα, έλα κάνε μου πιπίλα.
Αθάνατη γκουσγκουνοατάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος χρησιμοποιεί τη λέξη «πιπίλα», θέλει να τονίσει την τελειότητα μιας κατάστασης ή το φοβερό αποτέλεσμα που είχε κάποια ενέργειά του.

Επίσης χρησιμοποιείται και το παράγωγο «πιπιλένιος, -α, -ο» για αντικείμενα ανάλογης αξίας, καθώς και το «πιπιλοκατάσταση» ή «πιπιλοκατάστα».

  1. Πω πω ρε συ Γιώργη, χθες πήγα με την Τούλα στα «Παραγάδια», ξέρεις, την ψαροταβέρνα στου Ψυρρή και μετά η βραδιά συνεχίστηκε με παθιάρικο σεξ στο αυτοκίνητο... Πιπίλα σου λέω ήτανε!!

  2. - Τι λέει Κώστα; Σου αρέσει η αμαξάρα μου;
    - Μόνο;;; Πιπίλα / πιπιλένιο είναι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φίλτρο αέρα που κρέμεται μπροστά από στόμα και μύτη στη κλασσική αντιασφυξιογόνο μάσκα. Παράδειγμα η σοβιετική gp-5 της φωτογραφίας. Εναλλακτικά ονομάζεται και μυρμηγκοφάγος.

-Ρε σε δουλέψανε, δε μπορώ να πάρω ανάσα με αυτό το πράγμα, μούφικη είναι.
-Βγάλε τη λαστιχένια τάπα κάτω απ τη πιπίλα ρε νουμπά, θα πεθάνεις και θα σε πληρώνουμε για άνθρωπο!

μάσκα με μονή πιπίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified