Εκ του «ψιλά». Προσδιορίζει τα μικρά χρηματικά ποσά που δίνονται, συνήθως σε κέρματα.

Ρε φιλαράκι, παίζει κάνα ψιλό να πάρω ζουζού;

Got a better definition? Add it!

Published

#1
deinosavros

Απαντά και στη «Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι» στον πληθυντικό του αρσενικού : «Μάνα στείλε τους ψιλούς επειδήτις αν δεν πέσω στον γιαλό θα γίνω στρατιώτης».