Εκ του «ψιλά». Προσδιορίζει τα μικρά χρηματικά ποσά που δίνονται, συνήθως σε κέρματα.
Ρε φιλαράκι, παίζει κάνα ψιλό να πάρω ζουζού;
Got a better definition? Add it!
Published 2012-07-13 14:06:00+00:00
deinosavros
2012-07-13 14:53:10+00:00
Απαντά και στη «Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι» στον πληθυντικό του αρσενικού : «Μάνα στείλε τους ψιλούς επειδήτις αν δεν πέσω στον γιαλό θα γίνω στρατιώτης».
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
1 comment
deinosavros
Απαντά και στη «Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι» στον πληθυντικό του αρσενικού : «Μάνα στείλε τους ψιλούς επειδήτις αν δεν πέσω στον γιαλό θα γίνω στρατιώτης».