Εκ του «ψιλά». Προσδιορίζει τα μικρά χρηματικά ποσά που δίνονται, συνήθως σε κέρματα.

Ρε φιλαράκι, παίζει κάνα ψιλό να πάρω ζουζού;

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για κωδικοποιημένο καθωσπρεπισμό του κάτουρου και / ή του κατουρήματος.

Βλ. και χοντρό.

Αγγλιστί: number one.

- ... η Χαρούλα, μας ενημερώνει «Χαλά, κακά», είτε κάνει ψιλό είτε χοντρό. Βέρα κρητικιά από τα γεννοφάσκια της. Μέχρι να πάρω χαμπάρι ότι στο Ρέθυμνο λένε «κατούρησε» εννοώντας και τα δύο (κακά και τσίσα), πήγα να πάθω.
(εδώ)

(από Vrastaman, 03/09/10)αλατι ψιλό...αλάτι χοντρό (από perkins, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified