Κυριολεκτικά, τραμπάκουλο: το ογκώδες και αργό ιστιοφόρο.
Μεταφορικά αν πούμε παθαίνω τραμπάκουλο θα πει ότι ταράζομαι, τρώω πακέτο, παθαίνω ζημιά.
Λέξη ιταλικής προελεύσεως από το trabaccolo
- Βγήκατε τελικά με εκείνα μουνιά χθες;
- Δε σε είπανε οι άλλοι τι έγινε ρε; Ήταν κάτι μοσχάρια και οι τρεις, η μία πιο άσχημη απο την άλλη! Πάθαμε μεγάλο τραμπάκουλο!
5 comments
Dirty Talking
Και γενικότερα το μεγάλο, ογκώδες, άχαρο, κατσιβέλικο αντικείμενο, ιδίως όχημα.
poniroskylo
Μμμμ... ΟΚ, είναι το αργό καράβι και λέγεται επίσης για μια γυναίκα κάποιων κιλών που περπατάει σεινάμενη-κουνάμενη. Αλλά, το ψυχικό τραλαλά είναι έπαθα ταράκουλο, νο;
Galadriel
Υποθέτω ότι όταν περιγράφει κανείς το ψυχικό τραλαλά παίζει να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε απ' αυτές τις ακούγομαι-τρομερή-χωρίς-ιδιαίτερη-σημασία λέξεις, τι τραμπάκουλο, τι ταράκουλο, τι φρίκουλο κλπ...
Επισκέπτης
TheObserver
Η πιο δημοφιλής χρήση του όρου είναι στη φράση: "Τί τραμπάκουλο ήταν αυτό!" Εννοώντας τί σοκ, τι δυσάρεστη έκπληξη.