Ασαφής μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο, ωστόσο ήπιος. Χαρακτηρίζει άτομα «ακίνδυνα», γατάκια. Λέγεται από νεότερους.

Chipicao είναι ένα κρουασάν της Chipita που απευθύνεται σε παιδιά και εφήβους. Στη συσκευασία περιέχει μικροδώρα όπως συλλεκτικές κάρτες, αυτοκόλλητα κλπ σχετικά με παιδικά προγράμματα (Τρανσφόρμερς, Ναρούτο), εξ ου και το κόλλημα των μικρών και η επιβίωση της λέξης.

  1. Από εδώ. Κυριολεκτικό:

το τσιπικάο που είχαμε εμείς ήταν σάμαν κίνγκ, όχι ναρούτο

  1. Από εδώ:

- κοιταξε οταν σου βρισκουν αποτυπωματα και αλλα διαφορα και το αρνεισαι ε μονο εσυ ο ιδιος το πιστευεις.
- poianoy vrhkan apotypwmata poy re tsipikao;
Aafoy hdh exeis pei oti hsoyna mikros kai den thymasai

(από patsis, 07/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published