Δύο επιπλέον ορισμοί:
- Λέγεται αποδοκιμαστικά για κάποιον που επιτέλους τελείωσε κάτι (συνήθως στον αόριστο: έσωσε).
- Στον αόριστο (αντί για παθητική φωνή) για κάτι που σώθηκε.
Όταν έσωσε και ντύθηκε η Άννα, είχαν ήδη φύγει οι άλλοι από το καφέ.
Μού 'σωσε το αλεύρι, πετάξου να φέρεις.
1 comment
Vrastaman
Το λήμμαν σώθηκε δια της συγχωνεύσεως.
Άκουσα κάποιον Λαμιώτη να το λέει μαγειρεύοντας: το φαγητό «σώνεται» όταν έχει πιει όλα τα ζουμιά του και είναι έτοιμο.