Δύο επιπλέον ορισμοί:

  • Λέγεται αποδοκιμαστικά για κάποιον που επιτέλους τελείωσε κάτι (συνήθως στον αόριστο: έσωσε).
  • Στον αόριστο (αντί για παθητική φωνή) για κάτι που σώθηκε.
  1. Όταν έσωσε και ντύθηκε η Άννα, είχαν ήδη φύγει οι άλλοι από το καφέ.

  2. Μού 'σωσε το αλεύρι, πετάξου να φέρεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Το λήμμαν σώθηκε δια της συγχωνεύσεως.

Άκουσα κάποιον Λαμιώτη να το λέει μαγειρεύοντας: το φαγητό «σώνεται» όταν έχει πιει όλα τα ζουμιά του και είναι έτοιμο.