Κάποιος ή κάτι που είναι πολύ τούμπανο, όπως πρησμένος σφίχτερμαν, γκόμενα με ωραίο σφριγηλό κορμί, και γενικά ό,τι τα σπάει.

  1. Η τεχνολογια καλπαζει τοσο πολυ που απλα μπορεις να περιμενεις ενα 6μηνακι μονο και παιρνεις ενα τουμπανειρο κινητο που κάνει καφέ. (Εδώ).

  2. ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ.ΓΙΑ ΓΕΡΑ ΤΟΥΜΠΑΝΕΙΡΟ ΠΑΙΔΙΑ!!!!!! (Από Facebook).

  3. Πιασοκωλικο ΚΑΡΓΑ, φαι τουμπανειρο μπορω να πω παντως(σε ποσοτητα) απλα δεν ειμαι φαν. (Εδώ).

Από το καρναβάλι του Ρίο Τουμπανέιρο. (από Khan, 02/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Vrastaman

Θα μπορούσε να είναι και παρατσούκλι για τους παοκτζήδες.