Άνθρωπος ιδιαίτερα εκνευριστικός που λέει συνέχεια κουταμάρες, σπασαρχίδης, βλακίστατος.

Από την αντωνυμία μας και τα κουνώ (καλό είναι να αποφεύγεται η χρήση σε τυπικές μορφές επικοινωνίας).

Θηλυκό: μαστακουνάκω.

- Πως σου φάνηκε η διάλεξη γλωσσολογίας του κυρίου καθηγητή;
- Πωπώ… μεγάλος μαστακουνάκης ο άνθρωπος!

Σύντεκνος του κ. Μαστακουνά και μπατζανάκης του κ. Μαστακλάνη. Δες και -ίδης, -ογλου, -όπουλος, χατζη-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified