Τι σου κάνει μια απλή αλλαγή στον τονισμό!
Ξαφνικά η ακουστική της λέξης αποκτά μια νέα πιο κλασάτη και αρχοντική διάσταση.
Δοκιμάστε το και θα με θυμηθείτε...
Κοίτα πως οδηγάει ο μάλακας
Είσαι μεγάλος μάλακας τελικά!
Τι σου κάνει μια απλή αλλαγή στον τονισμό!
Ξαφνικά η ακουστική της λέξης αποκτά μια νέα πιο κλασάτη και αρχοντική διάσταση.
Δοκιμάστε το και θα με θυμηθείτε...
Κοίτα πως οδηγάει ο μάλακας
Είσαι μεγάλος μάλακας τελικά!
Got a better definition? Add it!
Σλανγκιά για να περιγραφεί η απίστευτη μπόχα όσων μπίχλερμαν (εξαιρούνται πάντα οι κυριες) δεν ασχολούνται με την σωματική τους υγιεινή. Φονικός αρωματικός συνδιασμός που περιλαμβάνει σκατίλα και ουρδεσάνς.
Χρησιμοποιείται ενίοτε και μεταφορικά για να χαρακτηρίσει άτομα (συμπεριλαμβάνονται και οι κυρίες) που δρούν χωρίς ηθικούς ή αξιακούς φραγμούς.
Got a better definition? Add it!
Λέξη προερχόμενη από τα συνθετικά καύλα και τουλούμπα. Δηλώνει συνήθως θαυμασμό για μια τροφαντή κυρία με πιασίματα, κάτι σαν Φρατζολίνα Ζολί.
Ενίοτε μπορεί και να χρησιμοποιηθεί υποτιμητικά με διάθεση σεξιστική, χαρακτηρίζοντας πλέον κυρίες που εμπίπτουν στο γυναικότυπο της γκαμούζας.
Α. Μα τι καυλούμπα γυναίκα είναι αυτή!
Β. Ίσα μωρή καυλούμπα που θα μου πεις ότι άναψες και φλάς...
Got a better definition? Add it!
Εις ο οποίος διαθέτει καραγκιοζιλίκι πολλαπλάσιο του τρία.
Εκ του α΄ συνθετικού τρι- και του β΄συνθετικού καραγκιόζης
2χ+5ψ+ζ=3
3χ+2ψ+ζ=1
4χ+3ψ+6ζ=2
Για λύσε αυτό το σύστημα ρε τρικαράγκιοζα, πόσο είναι το χ, το ψ και το ζ;...Να δούμε τι ξέρεις από ντετερμινιστικά συστήματα για να φανεί αν δικαιούσαι να ομιλείς για χαοτικά...
(κάπου στο δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Κουΐκ εντ ντέρτυ αποδελτίωση συνταγών (οδηγός μαγειρικής στο πόδι) από τα μέλη του σλανγκρ, για τις ιδιαίτερες εκείνες στιγμές που θέλουμε να μαγειρέψουμε γρήγορα και απλά ένα καλό γεύμα.
Τα περισσότερα εδέσματα (εκτός των κλασσικών: φασολάδα, κλπ) εμπίπτουν στο χαρακτηρισμό της γκουρμεδιάς.
παπάρια με τη ρίγανη
αβγά τηγαμητά
αρχίδια μάντολες
παπάρια μέντολες, παπάρια μάντολες
μουνί με ρύζι
μούτι με κεπ
αμελέτητα
παπαρήγανη, κολοκύθια
κιμαδοσφαιρίδιον
κρεατοσφαιρίδια
κρεατοσφαιρίδια εν πλω
κοτομπέικο
κρεατοβομβίδες
κρεατοπλακίδια
αστακομακαρονάδα
γλαρόσουπα
περιστερόπιτα
μουσταλευριά
βασιλόπιτα
γκατζολόπιτα
γροθοπιτάκια
δεντρωγετόπιτα
πουρόπιτα
περπατόπιτα
πρασόπιτα
τυροσαλάτα
αχινοσαλάτα
μπουγάτσα με κεριά
μπουγατσάκια
κανταΐφι
κωλοτρυπιδόσουπα
ριζότο ρεχάγκελ
αρχίδια καπαμά
αρχίδια με τη ρίγανη
σκατά με φράουλες
σκατά μ' αλεύρι
μυδοπίλαφο
γατόγυρος
πιτόγυρο
κοκορέτσι
σουβλάκι
γιουβέτσι
μακαρονάδα με παρθένο ελαιόλαδο
σιχτίρ πιλάφι
ψάρι πλακί
αρκουδολουκάνικο
μουσακάς
πίτσα
φασολάδα
φακές
κασερόπιττα
πίτσα λαμαρίνα
το φαγητό της πουτάνας
πάστα φλώρα
Got a better definition? Add it!
Καμπίσιος βλάχος, ό,τι χειρότερο δηλαδή. O βλάχος που του λείπει η λεβεντιά και η ανεξαρτησία που υποτίθεται ότι χαρίζει η διαβίωση στα ψηλά βουνά!
Φηλ φρη να ανεβάσετε μήδια, κυρίως πορτρέτα.
- Τον άκουσες τον καμπόβλαχο τι είπε στην επιτροπή της βουλής;
Got a better definition? Add it!
Κυπριακή σλανγκ: ο ξαναμμένος, ο ευρισκόμενος σε σεξουαλική διέγερση.
- Κάτσε καλά... πάλι σ' έπιασε ο πυρόκωλος;
- Μόλις τη βλέπισα μ' έπιασε ο πυρόκωλος!
- Να δω εγιώ τα Παπαδοπουλλούθκια τζιαί τα Κωλοκασούθκια να τα πιάνει ο πυρόκωλος.
Βλ. και πύρκαυλος.
Got a better definition? Add it!
Ανίκανος, τεμπελχανάς, παράσιτο, ρεμάλι.
Είδος συνανθρώπου μας που ενδημεί στο ελληνικό δημόσιο.
Θηλυκό: μουχρίτσα.
Συνώνυμο: Το πράσινο σκουλήκι.
Πολίτης: - Καλά ρε παιδιά, 10 μέρες για ένα πιστοποιητικό!
Βέλιουρας: - Έλειπε ο προϊστάμενος, έλειπαν οι υπάλληλοι, έβρεξε χθες, δεν είναι της αρμοδιότητας μου...
Ο βέλιουρας ο τμηματάρχης πήρε πάλι συνδικαλιστική άδεια!
Got a better definition? Add it!
Παπιέ ντε τουαλλέτ, κωλόχαρτο, εξευγενισμένο όμως, ώστε να το χρησιμοποιούμε κάθε μέρα.
Περιφρονητικό και αυτό για πτυχία κλπ...
- Αγάπη μου, μην ξεχάσεις τυρί, ρύζι, γάλα και ένα πακέτο όχαρτα.
- Εντάξει μωρό μου...
- Πέντε χρόνια πανεπιστήμιο και τι πήρα; Αυτό το όχαρτο!
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος ιδιαίτερα εκνευριστικός που λέει συνέχεια κουταμάρες, σπασαρχίδης, βλακίστατος.
Από την αντωνυμία μας και τα κουνώ (καλό είναι να αποφεύγεται η χρήση σε τυπικές μορφές επικοινωνίας).
Θηλυκό: μαστακουνάκω.
- Πως σου φάνηκε η διάλεξη γλωσσολογίας του κυρίου καθηγητή;
- Πωπώ… μεγάλος μαστακουνάκης ο άνθρωπος!
Σύντεκνος του κ. Μαστακουνά και μπατζανάκης του κ. Μαστακλάνη. Δες και -ίδης, -ογλου, -όπουλος, χατζη-.
Got a better definition? Add it!