Στη γλώσσα των ρεμπέτηδων είμαι γκον σήμαινε ότι έχω μαστουρώσει. Αργότερα στα «φλοράδικα» έγινε είμαι γκολ με τη γνωστή μεταφορική έννοια.

Είμαι γκον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

θείο αυτά τα τελευταία λήμματά σου υπάρχουν και είναι όντως ρεμπέτηδων και λαχαναγορίτικα ή μας κάνεις πρωταπριλιάτικες φάρσες;;;

#2
deinosavros

Το γκον πάντως είναι σίγουρα όπως ακριβώς λημματογραφείται στο παρόν.

#3
deinosavros

Αν και τώρα που το ξαναβλέπω, αν θυμάμαι καλά αναφερόταν σε μέθη και όχι σε μαστούρα. Κάπου τα λέει ο Πετρόπουλος γαμώ τα έρμα γηρατειά μου.

#4
MXΣ

the goal is gone...

#5
vikar

Δείτε και τα σχόλια στο γκόλ, εδώ και εδώ.

Ο Πετρόπουλος, στις «Παροιμίες του υποκόσμου», έχει όντως το λήμμα είμαι γκόν, με ορισμό: «Δηλαδή, είμαι πολύ μεθυσμένος, ή μαστούρης. Σήμερα οι νεαροί λένε: είμαι γκόλ [sic]».

#6
iron

α μάστα, [έπαθα μόρφωση] λοιπόν. οκ, θείο, πάσο!

θα μου πείτε και για τα λαχαναγορίτικα τώρα;

#7
deinosavros

#8
iron

αχαχαχχχ!

#9
Khan

"Ο Κ. Καραποτόσογλου, «Δυσετυμολόγητα της νέας Ελληνικής» ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ 15 (1989), το ετυμολογεί από το g(Δες).

#10
Khan

Ο Κ. Καραποτόσογλου, «Δυσετυμολόγητα της νέας Ελληνικής» ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ 15 (1989), το ετυμολογεί από το g

#11
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Γκον εδώ, μετά το 59:38