Αυτός που «ψάχνει» ερωτικό αντικείμενο του πόθου του.
Απίστευτη ερμηνεία του Al στην ομότιτλη ταινία (ομότιτλη σε Ελληνική μετάφραση).

- Ο γέρος ψώνισε πιπινάκι.
- Απόψε παίζει τρελό ψωνιστήρι.

Al (από northwind, 15/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
northwind

Ψωνίζω - Ψωνίζομαι.....

#2
Khan

Κοίτα να δεις που δεν υπήρχε... Ωραίος!

#3
northwind

θενξ μαν.

#4
vikar

Το ψωνιστήρι όμως το έχω για την πράξη του ψωνίζω, όχι γι' αυτόν που ψωνίζει, έτσι δεν είναι;