Ο ναζιάρης που πάσχει από αγκύλωση στο δεξί, ο κάτι παραπάνω από σκατόψυχος και μπατσόψυχος. Αυτός που όχι μόνο ακολουθεί μια ακροδεξιά έως νεοναζιστική ιδεολογία, αλλά έχει και αντίστοιχη ψυχή, που οδηγεί το θυμικό του στο να χιτλεριάζει.

  1. Στα τσακιδια χιτλεροψυχοι. Ειχαμε τους κλεφτες πολιτικους που εχαιραν ασυλιας. Τωρα θα εχουμε και μπραβους πολιτικους που θα δερνουν; (Εδώ).

  2. Αλήθεια, μόνο χιτλερόψυχοι και δωσίλογοι μπορούν να υποβαθμίζουν ή να δικαιολογούν την ανείπωτη φρίκη της Τελικής Λύσης, που περιλάμβανε και πολλούς Ελληνες, Ισραηλίτες και μη, ή τις αλλεπάλληλες μαζικές σφαγές Ελλήνων αμάχων από τις κατοχικές δυνάμεις του Αξονα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified