Μπήκω τινά. Επιδίδομαι σε ερωτικάς πράξεις διεισδύσεως μετά ετέρας.

- Ρε συ Μάκη, τι είναι αυτό το γκομενάκι εκει πέρα;
- Το Μαράκι; Δεν θυμάσαι ρε που την έμπηκε ο Γιάννος πέρσι;

Got a better definition? Add it!

Published

#1
vikar

Απο το μπήγω.

#2
vikar

Αυτή η αντικατάσταση του τελευταίου γράμματος του θέματος πώς λέγετ' αυτό ρε σχετικοί; «χαρακτήρας» έ; τέ'ς πά' σε κάπα, παίζει νά 'ναι γενικότερο φαινόμενο. Το άκουγα απο παλιά (και το χρησιμοποιώ κιόλας) στο κλείκω, σε τηλεφωνήματα κυρίως: Πρέπει να την κάνω τώρα, σε κλείκω όκέι; Θα σε πάρω μετά.

Έχετ' ακούσει άλλα τέτοια παραδείγματα; Και φαίνεται οτι η αντικατάσταση λειτουργεί σε όλους τους χρόνους του ρήματος, για κάθε δηλαδή χαρακτήρα θέματος: μπήγω και μπήξω -> μπήκω, κλείνω και κλείσω > κλείκω.

Καμιά εξήγηση για το φαινόμενο κανείς;

#3
Galadriel

Εξήγηση όχι αλλά θυμήθηκα μια γιαγιά που, όταν ο εγγονός της της έφερνε αντιρρήσεις για να φάει κάποιο φαγητό, του λεγε
-Μωρ' θα το φας και θα πηδήκεις. Όπως λέμε θα το φας και θα πεις κι ένα τραγούδι, εκεί πηδούσανε.

#4
Ο ΑΛΛΟΣ

Κάποτε άκουγα σχετικά συχνά το «άει γαμήκου», «μη σου γαμήκω» κλπ.. Θεωρώ ότι:
α) παραποιώντας λίγο τη λέξη θεωρεί κανείς ότι μετριάζει την αθυροστομία (κατά το «Γαμώ την παναχαϊκή» και άλλα παρόμοια).
β) πρόκειται για μια χιουμοριστική ψευτοβλαχιά, που ξεκινάει από το «δώκω» αντί «δώσω», που λέγεται σε πολλά ιδιώματα.

Αυτή η ερμηνεία θα μπορούσε πιθανώς να καλύπτει και το παράδειγμα της Μες. Όχι όμως το «μπήκω», ούτε το «κλείκω», αφού αυτά είναι ενεστώτες. (Και μη μου πείτε «οι σλανγκιάρηδες δε σκέφτονται με τη γραμματική στο χέρι»: όλοι ξέρουν να ξεχωρίζουν τους χρόνους, ασχέτως αν ξέρουν και να τους ονομάσουν.)

#5
HODJAS

Ίσως είναι μωραΐτικο. Έχω ακούσει απο κάποιο μπάρμπα το: «Ορέ! Σας αμολύκανε;» απευθυνόμενος σε σχολιαρόπαιδα που είχαν κενό (ή είχαν κάνει σκασιαρχείο) και κόπριζαν σε πλατεία της Πάτρας πριν τις 13:00.

Επίσης ο ιδιωματικός τύπος γαμήκω στην υποτακτική, κάνει ε-γάμηγα στον παρατατικό.

Άλλα συναφή ιδιωματικά είναι π.χ. η κλίση του παρατατικού ε-κοιμόμανε, ε-κοιμόσανε, εκοιμότανε, ε-κοιμόμασταν, εκοιμόσασταν-ε-κοιμόσαντε ή (ε)κοιμόντουνα/κοιμόσανταν/κοιμόντουσταν/κοιμόντουσαν κλπ ενώ στην Ημαθία η προστακτική ενεστώτος του κοιμάμαι είναι «κοίμα»!

Σχετικές μνείες έχουν γίνει στο λήμμα «αχάραγα» και απο το πονηρόσκυλο νομίζω στο λήμμα «γαμιοντουσάστανε» (;)

#6
jesus

οι αθηναίοι που (νομίζω) το είχανε εισάγει λευκάδα λέγανε κ το «μπήκα, η» ως ουσιαστικό. παίζει;

#7
jesus

για το εγάμηγα, κοίτα τις φάρσες, θείο. πάει πακέτο εδώ κ κάτι χρόνια με τον παναγιώτη.

#8
vikar

Παίζει ο μπήκας μιά φορά.