Αυτός που αλλού πατάει και αλλού βρίσκεται. Ο ατσούμπαλος στο βάδισμα.

- Κοίτα την πώς πάει. Σαν απατουόπατας.
- Εμ, 1.50 δε μπορεί να πατήσει ούτε με παντούφλες, ήθελε και είκοσι πόντους τακούνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified